μονοκρήπις: Difference between revisions

From LSJ

μὴ λέγε τοὐμὸν ὄνειρον ἐμοί → tell not my own dream to me, you are telling me what I know already

Source
(1ba)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0203.png Seite 203]] ιδος, ὁ, mit <b class="b2">einem</b> Schuhe; Pind. P. 4, 75, vgl. [[μονοσάνδαλος]]. Auch Λυκοῦργος, Ep. ad. 297 (Plan. 127), wo Jacobs zu vergleichen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0203.png Seite 203]] ιδος, ὁ, mit [[einem]] Schuhe; Pind. P. 4, 75, vgl. [[μονοσάνδαλος]]. Auch Λυκοῦργος, Ep. ad. 297 (Plan. 127), wo Jacobs zu vergleichen.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 17:35, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονοκρήπῑς Medium diacritics: μονοκρήπις Low diacritics: μονοκρήπις Capitals: ΜΟΝΟΚΡΗΠΙΣ
Transliteration A: monokrḗpis Transliteration B: monokrēpis Transliteration C: monokripis Beta Code: monokrh/pis

English (LSJ)

ῑδος, ὁ, ἡ,

   A with but one sandal, Pi.P.4.75, APl.4.127, Lyc.1310.

German (Pape)

[Seite 203] ιδος, ὁ, mit einem Schuhe; Pind. P. 4, 75, vgl. μονοσάνδαλος. Auch Λυκοῦργος, Ep. ad. 297 (Plan. 127), wo Jacobs zu vergleichen.

Greek (Liddell-Scott)

μονοκρήπῑς: -ῑδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μόνον ἓν σανδάλιον, μονοπέδιλος, Πινδ. Π. 4. 133, Ἀνθ. Π. 127, Λυκόφρ. 1310.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ὁ, ἡ)
qui n’a qu’une chaussure.
Étymologie: μόνος, κρηπίς.

English (Slater)

μονοκρήπις
   1 with one sandal τὸν μονοκρήπιδα πάντως ἐν φυλακᾷ σχεθέμεν μεγάλᾳ (sc. Ἰάσονα: cf. v. 95, ἀρίγνωτον πέδιλον δεξιτερῷ μόνον ἀμφὶ ποδί) (P. 4.75)

Greek Monolingual

μονοκρήπις, -ιδος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει ένα μόνο σανδάλι, μονοσάνδαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + κρηπίς, -ίδος «είδος υποδήματος» (πρβλ. θεο-κρήπις)].

Greek Monotonic

μονοκρήπῑς: -ῖδος, ὁ, ἡ, αυτός που φοράει ένα μόνο σανδάλι, μονοσάνδαλος, σε Πίνδ.

Middle Liddell

μονο-κρήπῑς, ῑδος, ὁ, ἡ,
with but one sandal, Pind.