στεπτήριος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154
(38)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=steptirios
|Transliteration C=steptirios
|Beta Code=stepth/rios
|Beta Code=stepth/rios
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of</b> or <b class="b2">for crowning</b>, <b class="b3">τὰ σ</b>.,= <b class="b3">στέμματα</b>, Hsch.: <b class="b3">Στεπτήριον, τό</b>, a festival at Delphi, Plu.2.293c.</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of]] or <b class="b2">for crowning</b>, <b class="b3">τὰ σ</b>.,= <b class="b3">στέμματα</b>, Hsch.: <b class="b3">Στεπτήριον, τό</b>, a festival at Delphi, Plu.2.293c.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 19:40, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεπτήριος Medium diacritics: στεπτήριος Low diacritics: στεπτήριος Capitals: ΣΤΕΠΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: steptḗrios Transliteration B: steptērios Transliteration C: steptirios Beta Code: stepth/rios

English (LSJ)

ον,

   A of or for crowning, τὰ σ.,= στέμματα, Hsch.: Στεπτήριον, τό, a festival at Delphi, Plu.2.293c.

German (Pape)

[Seite 936] zum Bekränzen gehörig; τὰ στεπτήρια, = στέμματα, Hesych. Vgl. σεπτήριος.

Greek (Liddell-Scott)

στεπτήριος: -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς στέψιν, τὰ στεπτήρια = στέμματα, «ἃ οἱ ἱκέται ἐκ τῶν κλάδων ἐξῆπτον» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στέψη
2. αυτός που αρμόζει σε στέψη
3. (το ουδ. ως κύριο όν.) τὸ Στεπτήριον
γιορτή την οποία τελούσαν κάθε εννέα χρόνια σε ανάμνηση της επανόδου του Απόλλωνος από την κοιλάδα τών Τεμπών, όπου είχε καταφύγει για να εξαγνιστεί μετά από τον φόνο του Πύθωνος
4. (κατά τον Ησύχ.) «στεπτήρια
στέμματα ἃ οἱ ἱκέται ἐκ τῶν κλαδίων ἐξῆπτον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέφω + επίθημα -τήριος (πρβλ. θρεπ-τήριος)].