συμπεπλεγμένως: Difference between revisions
From LSJ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
(39) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sympeplegmenos | |Transliteration C=sympeplegmenos | ||
|Beta Code=sumpeplegme/nws | |Beta Code=sumpeplegme/nws | ||
|Definition=Adv., (συμπλέκω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=Adv., (συμπλέκω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[complicatedly]], Gal.19.489: c. dat., <b class="b2">in conjunction with</b>, <span class="bibl">Hermog.<span class="title">Stat.</span>4</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 20:15, 28 June 2020
English (LSJ)
Adv., (συμπλέκω)
A complicatedly, Gal.19.489: c. dat., in conjunction with, Hermog.Stat.4.
German (Pape)
[Seite 986] adv. part. pert. pass. von συμπλέκω, verwickelt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συμπεπλεγμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ., κατὰ συμπεπλεγμένον τρόπον, περιπλόκως, Γαλην. 19. 489, Ἀθανάσ.
Greek Monolingual
ΝΑ
επίρρ. κατά τρόπο περίπλοκο
νεοελλ.
με αλληλεξάρτηση
αρχ.
σε σύνδεση με κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συμπεπλεγμένος του συμπλέκω.
Greek Monolingual
ΝΑ
επίρρ. κατά τρόπο περίπλοκο
νεοελλ.
με αλληλεξάρτηση
αρχ.
σε σύνδεση με κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συμπεπλεγμένος του συμπλέκω.