σύνηλυς: Difference between revisions

From LSJ

ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod

Menander, Monostichoi, 202
(40)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synilys
|Transliteration C=synilys
|Beta Code=su/nhlus
|Beta Code=su/nhlus
|Definition=ῠδος, ὁ, ἡ, in pl., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">convenae</b>, Gloss.</span>
|Definition=ῠδος, ὁ, ἡ, in pl., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[convenae]], Gloss.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 20:25, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύνηλῠς Medium diacritics: σύνηλυς Low diacritics: σύνηλυς Capitals: ΣΥΝΗΛΥΣ
Transliteration A: sýnēlys Transliteration B: synēlys Transliteration C: synilys Beta Code: su/nhlus

English (LSJ)

ῠδος, ὁ, ἡ, in pl.,

   A convenae, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1023] υδος, ὁ, ἡ, mitgehend, zusammenkommend, Sp., wie Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

σύνηλῠς: ῠδος, ὁ, ἡ, ὁ ἐρχόμενος ὁμοῦ μετά τινος, συνερχόμενος, αὐτὸς ὁμοῦ γνωτοί τε συνήλυδες Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 2. 65, 17, 75. κτλ.˙ πρβλ. σύγκλυς.

Greek Monolingual

-υδος, ὁ, ἡ, ΜΑ
1. αυτός που έρχεται ή πορεύεται μαζί με άλλον
2. (κατ' επέκτ.) αυτός που συγκεντρώνεται στο ίδιο σημείο με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -ηλυς (< θ. εληθ-, συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας ελευθ-, πρβλ. ἐλεύσομαι, μελλ. του ρ. ἐλεύθω «έρχομαι») με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. ἔπ-ηλυς)].