τριώροφος: Difference between revisions
βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise
(1b) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=triorofos | |Transliteration C=triorofos | ||
|Beta Code=triw/rofos | |Beta Code=triw/rofos | ||
|Definition=ον, (ὄροφος) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">of three stories</b> or | |Definition=ον, (ὄροφος) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">of three stories</b> or [[floors]], <span class="bibl">Hdt.1.180</span> (v.l. [[-ορ-]]), <span class="bibl">LXX <span class="title">Ge.</span>6.16</span>; οἰκίαι <span class="bibl">Aristid. <span class="title">Or.</span>27(16).20</span>; οἰκήματα <span class="bibl">Ph.2.143</span>; πύργοι <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>13.8.2</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b3">τὸ τ</b>., = [[τρίστεγον]], <b class="b2">third story</b>, <span class="bibl">LXX <span class="title">3 Ki.</span>6.13(8)</span>, in pl. τρῐ-ώρῠγος, ον, (ὄργυια) <b class="b2">of three fathoms</b>, restored in <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>6.1.52</span> by L. Dind. from the best codd. (which have <b class="b3">τριώρων</b> or <b class="b3">τριώρυον</b>), others having <b class="b3">τριόργυ (ι) ον</b>: cf. <b class="b3">διώρυγος, πεντώρυγος</b>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 20:50, 28 June 2020
English (LSJ)
ον, (ὄροφος)
A of three stories or floors, Hdt.1.180 (v.l. -ορ-), LXX Ge.6.16; οἰκίαι Aristid. Or.27(16).20; οἰκήματα Ph.2.143; πύργοι J.AJ13.8.2. II τὸ τ., = τρίστεγον, third story, LXX 3 Ki.6.13(8), in pl. τρῐ-ώρῠγος, ον, (ὄργυια) of three fathoms, restored in X.Cyr.6.1.52 by L. Dind. from the best codd. (which have τριώρων or τριώρυον), others having τριόργυ (ι) ον: cf. διώρυγος, πεντώρυγος.
Greek (Liddell-Scott)
τριώροφος: -ον, (ὄροφος) ὁ ἀποτελούμενος ἐκ τριῶν ὀροφῶν ἢ πατωμάτων, Ἡρόδ. 1. 180, Ἑβδ. (Γεν. ϛʹ, 16)· ἐπὶ πλοίου, Ἀριστείδ. 1. 240. ΙΙ. τὸ τρ. = τρίστεγον, τὸ τρίτον πάτωμα, Ἑβδ. (Γ΄ Βασ. ϛʹ, 8).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à trois étages.
Étymologie: τρεῖς, ὄροφος.
Greek Monolingual
-η, -ο / τριώροφος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει τρεις ορόφους, τρία πατώματα (α. «τριώροφη κατοικία» γ. «ἄστυ... πλῆρες οἰκιέων τριωρόφων», Ηρόδ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το τριώροφο
σπίτι με τρία πατώματα
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το τρίτο πάτωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -ώροφος (< ὄροφος), πρβλ. τετρα-ώροφος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Greek Monotonic
τριώροφος: -ον (ὄροφος), αυτός που αποτελείται από τρεις ορόφους ή πατώματα, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
τρῐώροφος: трехярусный, трехэтажный (οἰκία Her.).
Middle Liddell
τρι-ώροφος, ον, ὄροφος
of three stories or floors, Hdt.