φράκτης: Difference between revisions
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
(45) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fraktis | |Transliteration C=fraktis | ||
|Beta Code=fra/kths | |Beta Code=fra/kths | ||
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">sluice with gates</b>, <span class="bibl">Procop.<span class="title">Aed.</span>2.3</span>; = | |Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">sluice with gates</b>, <span class="bibl">Procop.<span class="title">Aed.</span>2.3</span>; = [[saeptor]], Gloss.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 21:10, 28 June 2020
English (LSJ)
ου, ὁ,
A sluice with gates, Procop.Aed.2.3; = saeptor, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
φράκτης: -ου, ὁ, παρὰ Προκοπίῳ, (ΙΙΙ, 219, 5) φραγμὸς ὕδατος μετὰ πύλης, καλούμενος καὶ ἀρίς.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και φράχτης Ν
μόνιμο ή πρόχειρο τείχισμα που περικλείει έναν χώρο, φράγμα
νεοελλ.
1. περίφραγμα καλλιεργήσιμης έκτασης από κλαδιά ή από αγκαθωτούς θάμνους
2. τεχνολ. φρακτήρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φρακ- του ρ. φράζω (ΙΙ) + κατάλ. -της. Ο νεοελλ. τ. φράχτης < φράκτης, με ανομοιωτική τροπή του πρώτου κλειστού συμφώνου στο αντίστοιχο διαρκές (πρβλ. γραφτός < γραπτός, νύχτα < νύκτα)].