φερέκακος: Difference between revisions
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
(1b) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ferekakos | |Transliteration C=ferekakos | ||
|Beta Code=fere/kakos | |Beta Code=fere/kakos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">inured to toil</b> or | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">inured to toil</b> or [[hardship]], <span class="bibl">Plb.3.71.10</span>, <span class="bibl">3.79.5</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 21:15, 28 June 2020
English (LSJ)
ον,
A inured to toil or hardship, Plb.3.71.10, 3.79.5.
German (Pape)
[Seite 1261] Unglück, Anstrengung tragend, erduldend, Pol. 3, 71, 10. 79, 5; Suid. erkl. καρτερικός.
Greek (Liddell-Scott)
φερέκᾰκος: -ον, ὁ ἀντέχων εἰς τοὺς κόπους, φερέπονος, καρτερικός, τοὺς νομαδικοὺς ἱππεῖς συναγαγών, ὄντας φερεκάκους διαφερόντως... προσέταξε, κλπ. Πολύβ. 3. 71, 10., 3. 79, 5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui supporte la fatigue ou la misère.
Étymologie: φέρω, κακόν.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που αντέχει τους κόπους και τις ταλαιπωρίες, καρτερικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + -κακος (< κακός), πρβλ. ἀλεξί-κακος, λυσί-κακος].
Greek Monotonic
φερέκᾰκος: -ον (κακόν), αυτός που αντέχει να μοχθεί ή υποφέρει τις κακουχίες, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
φερέκᾰκος: твердо выносящий трудности, выносливый, стойкий (οἱ Νομαδικοὶ ἱππεῖς Polyb.).