ἐξάμβλωμα: Difference between revisions
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
(12) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eksamvloma | |Transliteration C=eksamvloma | ||
|Beta Code=e)ca/mblwma | |Beta Code=e)ca/mblwma | ||
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[abortion]], <span class="bibl">Artem.1.51</span> (pl.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:05, 29 June 2020
English (LSJ)
ατος, τό,
A abortion, Artem.1.51 (pl.).
German (Pape)
[Seite 867] τό, die Fehlgeburt, Artem. 1, 51.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξάμβλωμα: τό, τὸ προώρως γεννηθέν, ἔκτρωμα, Ἀρτεμίδ. 1. 51, ἔνθα δύναται νὰ ληφθῇ καὶ ὡς = τῷ ἑπομ. Ἴδε Θησ. Στεφ. ἐν λέξει.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
aborto ὄσπρια δὲ τὰ ἐξαμβλώματα (el soñar con) legumbres (significa) abortos Artem.1.51, cf. Phryn.258, fig. Gr.Naz.M.35.1165C.
Greek Monolingual
το (AM ἐξάμβλωμα)
έμβρυο πρόωρα γεννημένο
νεοελλ.
κάθε τερατώδες γέννημα ή κατασκεύασμα
αρχ.
εξάμβλωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξαμβλώ. Η λ. σήμαινε αρχικά «προϊόν αποβολής» και πιο συγκεκριμένα «το έμβρυο που απεβλήθη με εξάμβλωση, το απόβγαλμα», απ' όπου κατ' επέκταση καθετί που απορρίπτεται ως έκτρωμα, τερατώδες κατασκεύασμα].