ἐξάμβλωμα: Difference between revisions

From LSJ

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396
(12)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eksamvloma
|Transliteration C=eksamvloma
|Beta Code=e)ca/mblwma
|Beta Code=e)ca/mblwma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">abortion</b>, <span class="bibl">Artem.1.51</span> (pl.).</span>
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[abortion]], <span class="bibl">Artem.1.51</span> (pl.).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:05, 29 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξάμβλωμα Medium diacritics: ἐξάμβλωμα Low diacritics: εξάμβλωμα Capitals: ΕΞΑΜΒΛΩΜΑ
Transliteration A: exámblōma Transliteration B: examblōma Transliteration C: eksamvloma Beta Code: e)ca/mblwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A abortion, Artem.1.51 (pl.).

German (Pape)

[Seite 867] τό, die Fehlgeburt, Artem. 1, 51.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξάμβλωμα: τό, τὸ προώρως γεννηθέν, ἔκτρωμα, Ἀρτεμίδ. 1. 51, ἔνθα δύναται νὰ ληφθῇ καὶ ὡς = τῷ ἑπομ. Ἴδε Θησ. Στεφ. ἐν λέξει.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
aborto ὄσπρια δὲ τὰ ἐξαμβλώματα (el soñar con) legumbres (significa) abortos Artem.1.51, cf. Phryn.258, fig. Gr.Naz.M.35.1165C.

Greek Monolingual

το (AM ἐξάμβλωμα)
έμβρυο πρόωρα γεννημένο
νεοελλ.
κάθε τερατώδες γέννημα ή κατασκεύασμα
αρχ.
εξάμβλωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξαμβλώ. Η λ. σήμαινε αρχικά «προϊόν αποβολής» και πιο συγκεκριμένα «το έμβρυο που απεβλήθη με εξάμβλωση, το απόβγαλμα», απ' όπου κατ' επέκταση καθετί που απορρίπτεται ως έκτρωμα, τερατώδες κατασκεύασμα].