ἐπιτεταμένως: Difference between revisions

From LSJ

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source
(14)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epitetamenos
|Transliteration C=epitetamenos
|Beta Code=e)pitetame/nws
|Beta Code=e)pitetame/nws
|Definition=Adv., (ἐπιτείνω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">intensely</b>, ἐ. λευκός Dsc.5.152 ; θερμαίνειν Id.1.77 ; <b class="b2">vehemently</b>, λαλεῖν Phld.<span class="title">Ir.</span>p.74 W.; προπίνειν <span class="bibl">Ath. 2.45d</span>, etc.</span>
|Definition=Adv., (ἐπιτείνω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[intensely]], ἐ. λευκός Dsc.5.152 ; θερμαίνειν Id.1.77 ; [[vehemently]], λαλεῖν Phld.<span class="title">Ir.</span>p.74 W.; προπίνειν <span class="bibl">Ath. 2.45d</span>, etc.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:40, 29 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτετᾰμένως Medium diacritics: ἐπιτεταμένως Low diacritics: επιτεταμένως Capitals: ΕΠΙΤΕΤΑΜΕΝΩΣ
Transliteration A: epitetaménōs Transliteration B: epitetamenōs Transliteration C: epitetamenos Beta Code: e)pitetame/nws

English (LSJ)

Adv., (ἐπιτείνω)

   A intensely, ἐ. λευκός Dsc.5.152 ; θερμαίνειν Id.1.77 ; vehemently, λαλεῖν Phld.Ir.p.74 W.; προπίνειν Ath. 2.45d, etc.

German (Pape)

[Seite 991] angespannt, stark, προπίνειν Ath. II, 45 d, a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτεταμένως: Ἐπίρρ., ἐν ἐπιτάσει, σφόδρα, λευκὴ ἐπιτεταμένως, λευκοτάτη, Διοσκ. 5. 171· ὑπερμέτρως, τοῖς προπίνουσιν ἐπιτεταμένως οὐκ οἰκείως διατίθεται ὁ στόμαχος, ἀλλὰ μᾶλλον κακοῦται Ἀθήν. 45D· μετ’ ἐπιτάσεως, ἐπιτεταμέωως, ὁρᾷ Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 635.

Greek Monolingual

ἐπιτεταμένως (Α)
επίρρ.
1. έντονα, με επίταση, με δύναμη
2. με επιμονή
3. υπέρμετρα, υπερβολικά
4. βίαια, ορμητικά, σφοδρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επι-τεταμένος, μτχ. παρακμ. του επιτείνομαι].