ἡμερίδης: Difference between revisions
οὖς ἀκούει καὶ ὀφθαλμὸς ὁρᾷ κυρίου ἔργα καὶ ἀμφότερα → the hearing ear and the seeing eye; the Lord has made both of them
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=imeridis | |Transliteration C=imeridis | ||
|Beta Code=h(meri/dhs | |Beta Code=h(meri/dhs | ||
|Definition=ου, ὁ, (ἥμερος) of wine, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ου, ὁ, (ἥμερος) of wine, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[mild]], [[mellow]], Plu.2.663d, 692e. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> epith. of Dionysus, as patron of the [[cultivated]] vine (ἡμερίς), ib.451c,994a.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:05, 30 June 2020
English (LSJ)
ου, ὁ, (ἥμερος) of wine,
A mild, mellow, Plu.2.663d, 692e. 2 epith. of Dionysus, as patron of the cultivated vine (ἡμερίς), ib.451c,994a.
German (Pape)
[Seite 1165] ὁ (ἥμερος), zahm, milde; vom Weine, Plut. Symp. 4, 1, 3 g. E.; bes. heißt so Dionysos, weil er den zahmen Weinstock, ἡμερίς, geschaffen hat, de esu carn. 1, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμερίδης: -ου, ὁ, (ἥμερος), ἐπὶ οἴνου, ἤπιος, μαλακός, Λατ. mitis, τὸν δ’ ἀνθοσμίαν ἀπωσάμενοι τουτονὶ καὶ ἡμερίδην, ἀγριώτερον πίνομεν ἐκ πίθου Πλούτ. 2.663D, 692Ε· - ἐπίθ. τοῦ Διονύσου ὡς προστάτου τῆς ἡμερίδος, αὐτόθι 451C, 994Α.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
vin doux en parl. de Bacchus, le dieu du vin doux.
Étymologie: ἥμερος.
Greek Monolingual
ἡμερίδης, -ου, ὁ (Α)
1. (για οίνο) ελαφρός, γλυκός
2. επίθ. του Διονύσου ως προστάτη της ημερίδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημασία 1 < ήμερος. Με τη σημασία 2 < ημερίς].
Russian (Dvoretsky)
ἡμερίδης: ου adj. m дающий нежное вино (эпитет Вакха) Plut.
ου ὁ нежное, тонкое вино Plut.