ὑδροθήκη: Difference between revisions
From LSJ
Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib
(42) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ydrothiki | |Transliteration C=ydrothiki | ||
|Beta Code=u(droqh/kh | |Beta Code=u(droqh/kh | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[reservoir]], [[cistern]], Moschio ap.<span class="bibl">Ath.5.208a</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:15, 30 June 2020
English (LSJ)
ἡ,
A reservoir, cistern, Moschio ap.Ath.5.208a.
German (Pape)
[Seite 1173] ἡ, Wasserbehältniß, Ath. V, 208 a.
Greek (Liddell-Scott)
ὑδροθήκη: ἡ, δεξαμενὴ ὕδατος, «στέρνα», Ἀθήν. 208Α.
Greek Monolingual
η / ὑδροθήκη, ΝΑ
δεξαμενή νερού, στέρνα
νεοελλ.
1. ναυτ. το σύνολο τών δεξαμενών του κύτους τών πλοίων, στις οποίες αποθηκεύεται πόσιμο νερό
2. ζωολ. χονδρό περίδερμα τών αποικιών τών καλυπτοβλαστικών υδροζώων το οποίο καλύπτει τη βάση τών υδράνθων και τα γονοφόρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + θήκη (πρβλ. βιβλιο-θήκη). Ως επιστημ. όρος της Νεοελληνικής η λ. είναι αντιδάνειο, πρβλ. γαλλ. hydrotheque].