λευκόλιθος: Difference between revisions

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lefkolithos
|Transliteration C=lefkolithos
|Beta Code=leuko/liqos
|Beta Code=leuko/liqos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">made of white marble</b>, ἔργα <span class="title">Supp.Epigr.</span>4.270 (Panamara); τὰ ἐν τῷ θεάτρῳ λ. <span class="title">OGI</span>510 ( = <span class="title">Ephes.</span>2 No.39, ii A.D.); <b class="b3">στήλη, στάλα λ</b>., <span class="title">IPE</span>12.40.42 (Olbia), al.; κρηπίς <span class="bibl">Str.5.3.8</span>; στοαί <span class="bibl">Id.12.5.3</span>: as Subst., -λίθου στάλᾳ <span class="title">IPE</span>12.357 (Chersonesus).</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[made of white marble]], ἔργα <span class="title">Supp.Epigr.</span>4.270 (Panamara); τὰ ἐν τῷ θεάτρῳ λ. <span class="title">OGI</span>510 ( = <span class="title">Ephes.</span>2 No.39, ii A.D.); <b class="b3">στήλη, στάλα λ</b>., <span class="title">IPE</span>12.40.42 (Olbia), al.; κρηπίς <span class="bibl">Str.5.3.8</span>; στοαί <span class="bibl">Id.12.5.3</span>: as Subst., -λίθου στάλᾳ <span class="title">IPE</span>12.357 (Chersonesus).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 17:08, 30 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκόλῐθος Medium diacritics: λευκόλιθος Low diacritics: λευκόλιθος Capitals: ΛΕΥΚΟΛΙΘΟΣ
Transliteration A: leukólithos Transliteration B: leukolithos Transliteration C: lefkolithos Beta Code: leuko/liqos

English (LSJ)

ον,

   A made of white marble, ἔργα Supp.Epigr.4.270 (Panamara); τὰ ἐν τῷ θεάτρῳ λ. OGI510 ( = Ephes.2 No.39, ii A.D.); στήλη, στάλα λ., IPE12.40.42 (Olbia), al.; κρηπίς Str.5.3.8; στοαί Id.12.5.3: as Subst., -λίθου στάλᾳ IPE12.357 (Chersonesus).

German (Pape)

[Seite 34] von weißem Steine, Strab. V, 236; στήλη, Inscr. 2059; τὸ λευκ., weißer Marmor, Strab. XII, 567.

Greek (Liddell-Scott)

λευκόλῐθος: -ον, ἐκ λευκοῦ πεποιημένος λίθου ἢ μαρμάρου, στήλη Συλλ. Ἐπιγρ. 2059. 43., 2061, κ. ἀλλ.· πρβλ. Στράβ. 236· στοαὶ ὁ αὐτ. ἐν 567.

Greek Monolingual

(I)
ο
(ορυκτ.) ανθρακικό ορυκτό του μαγνησίου που αποτελεί στιφρή και κολλοειδή ποικιλία του μαγνησίτη και που το χρώμα του ποικίλλει από το χιονόλευκο ώς το κιτρινόφαιο ή το κίτρινο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + λίθος. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γερμ. dechter Magnesit].
(II)
λευκόλιθος, -ον (Α)
κατασκευασμένος από λευκό λίθο.