μαλακτός: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
(3)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=malaktos
|Transliteration C=malaktos
|Beta Code=malakto/s
|Beta Code=malakto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">that can be softened</b>, as iron, <span class="bibl">Arist. <span class="title">Mete.</span>385a13</span>, al.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[that can be softened]], as iron, <span class="bibl">Arist. <span class="title">Mete.</span>385a13</span>, al.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 17:15, 30 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰλακτός Medium diacritics: μαλακτός Low diacritics: μαλακτός Capitals: ΜΑΛΑΚΤΟΣ
Transliteration A: malaktós Transliteration B: malaktos Transliteration C: malaktos Beta Code: malakto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A that can be softened, as iron, Arist. Mete.385a13, al.

Greek (Liddell-Scott)

μαλακτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ μαλάξῃ, νὰ μαλακώσῃ, ὡς π.χ. τὸν σίδηρον, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 1.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM μαλακτός, -ή, -όν, Μ και μαλαχτός, -ή, -όν) μαλάσσω
αυτός που μπορεί να μαλαχθεί, να μαλακώσει, εύπλαστος
νεοελλ.
(μεταλργ.) αυτός που μπορεί εύκολα να υποστεί κατεργασία με σφυρηλάτηση ή με έλαση.
επίρρ...
μαλακτά (Μ)
ήρεμα, με ήπιο τρόπο.

Russian (Dvoretsky)

μᾰλᾰκτός: размягчаемый, плавящийся, плавкий (κρύσταλλος, σίδηρος Arst.).