προδιαζεύγνυμι: Difference between revisions
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
(34) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prodiazeygnymi | |Transliteration C=prodiazeygnymi | ||
|Beta Code=prodiazeu/gnumi | |Beta Code=prodiazeu/gnumi | ||
|Definition= Gramm., <b class="b3">σχῆμα προδιεζευγμένον</b> (also called <b class="b3">Ἀλκμανικόν</b>), a figure used by Alcman, when a predicate or attribute belonging to two words <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition= Gramm., <b class="b3">σχῆμα προδιεζευγμένον</b> (also called <b class="b3">Ἀλκμανικόν</b>), a figure used by Alcman, when a predicate or attribute belonging to two words <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[is joined to the first]], as <b class="b3">ἐγὼ ἤλθομεν καὶ σύ</b>, Sch.<span class="bibl">Od.10.513</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:30, 30 June 2020
English (LSJ)
Gramm., σχῆμα προδιεζευγμένον (also called Ἀλκμανικόν), a figure used by Alcman, when a predicate or attribute belonging to two words
A is joined to the first, as ἐγὼ ἤλθομεν καὶ σύ, Sch.Od.10.513.
German (Pape)
[Seite 715] (s. ζεύγνυμι), nur προδιεζευγμένον σχῆμα, Schol. Od. 10, 513 u. Eust. dazu; auch Ἀλκμανικόν genannt, eine bes. von Alkman oft gebrauchte Redefigur, wenn ein Wort, das Prädicat zu zwei Subjecten ist, voran schon zu einem derselben gesetzt ist, wie in der angeführten Stelle der Od. Πυριφλεγέθων τε ῥέουσιν Κώκυτός τε.
Greek (Liddell-Scott)
προδιαζεύγνυμι: ἐν τῇ γραμμ., προδιεζευγμένον σχῆμα (καλούμενον καὶ Ἀλκμανικὸν) σχῆμα λόγου οὗ ἐποιήσατο χρῆσιν ὁ Ἀλκμάν, καθ’ ὃ ῥῆμα ἔχον δύο ὑποκείμενα συνάπτεται κατὰ πληθ. ἀριθμὸν μετὰ τοῦ πρώτου, ἐγὼ ἤλθομεν καὶ σὺ Σχόλ. εἰς Ὀδ. Κ. 513· πρβλ. Jelf. Gr. Gr. § 393. 5.
Greek Monolingual
Α
1. χωρίζω εκ τών προτέρων
2. φρ. «σχῆμα προδιεζευγμένον [ή ἀλκμανικόν]» — σχήμα που χρησιμοποιήθηκε από τον Αλκμάνα και σύμφωνα με το οποίο όταν ένα ρήμα έχει δύο υποκείμενα συνάπτεται σε πληθυντικό αριθμό με το πρώτο, όπως λ.χ. στη φράση ἐγὼ ἤλθομεν καὶ σύ (Σχόλ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + διαζεύγνυμι «διαχωρίζω»].