τεχνολόγος: Difference between revisions

From LSJ

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
(1b)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=technologos
|Transliteration C=technologos
|Beta Code=texno/logos
|Beta Code=texno/logos
|Definition=(parox.), ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">writer on the art of rhetoric</b>, Phld.<span class="title">Rh.</span>1.203 S. (pl.).</span>
|Definition=(parox.), ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[writer on the art of rhetoric]], Phld.<span class="title">Rh.</span>1.203 S. (pl.).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 19:25, 30 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεχνολόγος Medium diacritics: τεχνολόγος Low diacritics: τεχνολόγος Capitals: ΤΕΧΝΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: technológos Transliteration B: technologos Transliteration C: technologos Beta Code: texno/logos

English (LSJ)

(parox.), ὁ,

   A writer on the art of rhetoric, Phld.Rh.1.203 S. (pl.).

German (Pape)

[Seite 1104] von den Künsten, von einer Kunst od. Wissenschaft redend, eine Wissenschaft kunstgemäß abhandelnd, bes. von der Rhetorik u. Grammatik; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τεχνολόγος: -ον, ὁ πραγματευόμενός τι κατὰ τοὺς κανόνας τῆς τέχνης, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Γρηγ. τοῦ Ναζ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui traite d’un art ou des règles d’un art.
Étymologie: τέχνη, λόγος.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και τεχνολόγος, η, Ν
αυτός που εξετάζει κάτι σύμφωνα με τους κανόνες της τέχνης
νεοελλ.
1. ο ειδικός στην τεχνολογία
2. αυτός που μιλά ή γράφει περί τέχνης
3. αυτός που μιλά με τέχνη
4. αυτός που ασχολείται με τη γραμματική τεχνολογία
αρχ.
αυτός που ασχολείται με τους κανόνες της ρητορικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέχνη + -λόγος].

Greek Monotonic

τεχνολόγος: -ον, αυτός που πραγματεύεται κάτι κατά τους κανόνες της τέχνης.

Middle Liddell

τεχνο-λόγος, ον,
treating by rules of art.