λεπιδοειδής: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source
(23)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lepidoeidis
|Transliteration C=lepidoeidis
|Beta Code=lepidoeidh/s
|Beta Code=lepidoeidh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">like scales</b>, of bones, Gal.2.713; <b class="b3">λ. προσκολλήματα</b>, of sutures, <span class="bibl">Id.<span class="title">UP</span>9.18</span>.</span>
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[like scales]], of bones, Gal.2.713; <b class="b3">λ. προσκολλήματα</b>, of sutures, <span class="bibl">Id.<span class="title">UP</span>9.18</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 21:55, 30 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπῐδοειδής Medium diacritics: λεπιδοειδής Low diacritics: λεπιδοειδής Capitals: ΛΕΠΙΔΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: lepidoeidḗs Transliteration B: lepidoeidēs Transliteration C: lepidoeidis Beta Code: lepidoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A like scales, of bones, Gal.2.713; λ. προσκολλήματα, of sutures, Id.UP9.18.

German (Pape)

[Seite 29] ές, schuppenförmig, -artig; Galen.; Poll. 2, 37.

Greek (Liddell-Scott)

λεπῐδοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς λεπίδας ἢ «λέπ~ια», Γαλην. τ. 4, σ. 188.

Greek Monolingual

-ές (Α λεπιδοειδής, -ές) λεπίς
αυτός που μοιάζει με λεπίδα ή με λέπι
νεοελλ.
φρ. «λεπιδοειδές οστό» — το τμήμα του κροταφικού οστού που παρεμβάλλεται μεταξύ σφηνοειδούς, βρεγματικού και ινιακού οστού και από το οποίο εκφύεται ο κροταφίτης μυς.