μισάνθρωπος: Difference between revisions
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
(1ba) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=misanthropos | |Transliteration C=misanthropos | ||
|Beta Code=misa/nqrwpos | |Beta Code=misa/nqrwpos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[hating mankind]], <span class="bibl">Phryn.Com. 3</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phd.</span>89d</span>, <span class="bibl"><span class="title">Lg.</span>791d</span>, <span class="title">Com.Adesp.</span>143: Sup., -οτάτη παροιμία <span class="bibl">Ath.4.186f</span>; Τίμων ὁ μ. <span class="bibl">Cic.<span class="title">Tusc.</span>4.11.25</span>, <span class="bibl">Olymp.<span class="title">Vit.Pl.</span>p.4</span> W.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 22:20, 30 June 2020
English (LSJ)
ον,
A hating mankind, Phryn.Com. 3, Pl.Phd.89d, Lg.791d, Com.Adesp.143: Sup., -οτάτη παροιμία Ath.4.186f; Τίμων ὁ μ. Cic.Tusc.4.11.25, Olymp.Vit.Pl.p.4 W.
German (Pape)
[Seite 189] den Menschen hassend, Menschenfeind; Plat. Phaed. 89 d; Luc. Tim. 1, 35 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μῑσάνθρωπος: -ον, ὁ μισῶν τοὺς ἀνθρώπους, Λατ. inhumanus, Φρύνιχ. Κωμ. ἐν «Ἐφιάλτῃ» 1, Πλάτ. Φαίδων 89D, Νόμ. 791D· τὸ μ. = μισανθρωπία, Ἐπιφάν. 1, σ. 565Α.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui hait les hommes.
Étymologie: μισέω, ἄνθρωπος.
Greek Monolingual
(I)
-η, -ο (ΑΜ μισάνθρωπος, -ον)
(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που θεωρεί τους ανθρώπους εχθρούς και τους μισεί
νεοελλ.
αυτός που επιδεικνύει συστηματικά παθολογική αντικοινωνική συμπεριφορά λόγω της αποστροφής που αισθάνεται για τους ανθρώπους
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μισάνθρωπον
η μισανθρωπία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + ἄνθρωπος.
(II)
μισάνθρωπος, ὁ (Μ)
βλ. μισοάνθρωπος.
Greek Monotonic
μῑσάνθρωπος: -ον, αυτός που μισεί το ανθρώπινο είδος, μισάνθρωπος, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
μῑσάνθρωπος: ненавидящий людей, человеконенавистнический Plat., Luc., Plut.
Middle Liddell
μῑσ-άνθρωπος, ον
hating mankind, misanthropic, Plat.