μίσημα: Difference between revisions

From LSJ

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
(1ba)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=misima
|Transliteration C=misima
|Beta Code=mi/shma
|Beta Code=mi/shma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">object of hate</b>, of persons, ὦ δύσθεον μ. <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>289</span>: c. gen. pers., σωφρόνων μισήματα <span class="bibl">A. <span class="title">Th.</span>186</span>; μισήματ' ἀνδρῶν καὶ θεῶν Ὀλυμπίων <span class="bibl">Id.<span class="title">Eu.</span>73</span>: c. dat., μ. πᾶσιν <span class="bibl">E.<span class="title">Hipp.</span>407</span>.</span>
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[object of hate]], of persons, ὦ δύσθεον μ. <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>289</span>: c. gen. pers., σωφρόνων μισήματα <span class="bibl">A. <span class="title">Th.</span>186</span>; μισήματ' ἀνδρῶν καὶ θεῶν Ὀλυμπίων <span class="bibl">Id.<span class="title">Eu.</span>73</span>: c. dat., μ. πᾶσιν <span class="bibl">E.<span class="title">Hipp.</span>407</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 10:45, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑσημα Medium diacritics: μίσημα Low diacritics: μίσημα Capitals: ΜΙΣΗΜΑ
Transliteration A: mísēma Transliteration B: misēma Transliteration C: misima Beta Code: mi/shma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A object of hate, of persons, ὦ δύσθεον μ. S.El.289: c. gen. pers., σωφρόνων μισήματα A. Th.186; μισήματ' ἀνδρῶν καὶ θεῶν Ὀλυμπίων Id.Eu.73: c. dat., μ. πᾶσιν E.Hipp.407.

Greek (Liddell-Scott)

μίσημα: [ῑ], τό, ἀντικείμενον μίσους, ἐπὶ προσώπων, ὦ δύσθεον μ. Σοφ. Ἠλ. 289· μετὰ γεν. προσ., σωφρόνων μισήματα Αἰσχύλ. Θήβ. 186· μισήματ’ ἀνδρῶν καὶ θεῶν Ὀλυμπίων ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 73· μετὰ δοτ., μ. πᾶσιν Εὐρ. Ἱππ. 407.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
objet de haine.
Étymologie: μισέω.

Greek Monolingual

μίσημα, τὸ (Α) μισώ
(για πρόσ.) αντικείμενο μίσους (α. «μίσημα πᾱσιν», Ευρ.
β. «σωφρόνων μισήματα», Ευρ.).

Greek Monotonic

μίσημα: [ῑ], -ατος, τό, αντικείμενο μίσους, λέγεται για πρόσωπα, μίσημα ἀνδρῶν καὶ θεῶν, σε Αισχύλ.· με δοτ., μίσημα πᾶσιν, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

μίσημα: ατος (ῑ) τό предмет ненависти или отвращения (δύσθεον Soph.; τινος Aesch. и τινι Eur.).

Middle Liddell

μί¯σημα, ατος, τό, [from μῑσέω]
an object of hate, of persons, μ. ἀνδρῶν καὶ θεῶν Aesch.; c. dat., μ. πᾶσιν Eur.