σκεδαστός: Difference between revisions

From LSJ

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skedastos
|Transliteration C=skedastos
|Beta Code=skedasto/s
|Beta Code=skedasto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">that may be scattered</b>, <b class="b3">οὐσία σ</b>. [[dissoluble]] substance, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>37a</span>; <b class="b3">τὸ τῆς ὕλης σ</b>. Plu.2.430f.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[that may be scattered]], <b class="b3">οὐσία σ</b>. [[dissoluble]] substance, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>37a</span>; <b class="b3">τὸ τῆς ὕλης σ</b>. Plu.2.430f.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:05, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκεδαστός Medium diacritics: σκεδαστός Low diacritics: σκεδαστός Capitals: ΣΚΕΔΑΣΤΟΣ
Transliteration A: skedastós Transliteration B: skedastos Transliteration C: skedastos Beta Code: skedasto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A that may be scattered, οὐσία σ. dissoluble substance, Pl.Ti.37a; τὸ τῆς ὕλης σ. Plu.2.430f.

German (Pape)

[Seite 891] zerstreu't, zu zerstreuen, zerstreubar; οὐσία, Plat. Tim. 37 a; Ggstz ἀμέριστος, Plut. def. orac. 37.

Greek (Liddell-Scott)

σκεδαστός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., ὃν δύναταί τις νὰ διασκορπίσῃ οὐσία σκ., ὕλη εὐδιάλυτος, materia mutabilis Κικέρ., Πλάτ. Τίμ. 37Α, Πλούτ., κλπ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σκεδαστός, -ή, -όν, ΝΑ
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να διασκορπίσει, να διαλύσει, ο επιδεκτικός σκέδασης («ὅταν οὐσίαν σκεδαστὴν ἔχοντός τινος ἐφάπτηται καὶ ὅταν ἀμέριστον», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκεδασ- του αορ. -σκέδασ-α του σκεδάννυμι + κατάλ. -τός τών ρημ. επιθ. (πρβλ. θαυμασ-τός)].

Russian (Dvoretsky)

σκεδαστός: [adj. verb. к σκεδάννυμι рассеивающийся, разлагающийся (ἡ οὐσία Plat.; ἡ ὕλη Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκεδαστός -ή -όν [σκεδάννυμι] splitsbaar.