ταγά: Difference between revisions
From LSJ
(4b) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=taga | |Transliteration C=taga | ||
|Beta Code=taga/ | |Beta Code=taga/ | ||
|Definition=<b class="b3">ἁ</b>, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=<b class="b3">ἁ</b>, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[time during which a]] <b class="b3">τᾱγός</b> <b class="b2">holds office</b>, i.e. war-time, opp. <b class="b3">ἀταγία</b>, <span class="title">SIG</span>55 (Thessaly, v B.C.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:28, 1 July 2020
English (LSJ)
ἁ,
A time during which a τᾱγός holds office, i.e. war-time, opp. ἀταγία, SIG55 (Thessaly, v B.C.).
Greek Monolingual
ἁ, Α
1. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ασκεί την εξουσία ο ταγός
2. συνεκδ. καιρός πολέμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. της λ. ταγός. Η λ. με τη σημ. «εποχή πολέμου» έχει προέλθει από τη λ. ταγή με τη στρατιωτική της σημ. «πρώτη γραμμή της μάχης» και αποτελεί το αντίθετο του τ. ἀταγία].
Russian (Dvoretsky)
τᾱγά: ἁ дор. Arph. = ταγή.