ὀλιγαῦλαξ: Difference between revisions
From LSJ
(1ba) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oligaylaks | |Transliteration C=oligaylaks | ||
|Beta Code=o)ligau=lac | |Beta Code=o)ligau=lac | ||
|Definition=ᾰκος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ᾰκος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[having but little arable land]], AP6.226 (Leon., <b class="b3">ὀλιγόλαυξ</b> cod.Pal. ; <b class="b3">ὀλιγῶλαξ</b> (Dor.) Brunck).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:35, 1 July 2020
English (LSJ)
ᾰκος, ὁ, ἡ,
A having but little arable land, AP6.226 (Leon., ὀλιγόλαυξ cod.Pal. ; ὀλιγῶλαξ (Dor.) Brunck).
German (Pape)
[Seite 320] ακος, = ὀλιγῶλαξ, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγαῦλαξ: -ᾰκος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ὀλίγην μόνην ἀρόσιμον γῆν, Ἀνθ. Π. 6. 226, Παλατ. Κῶδ. ὀλιγόλαυξ· ὁ Brunck παραδέχεται τὸν Δωρ. τύπον ὀλιγῶλαξ.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ, ἡ)
qui n’a que peu de terre arable.
Étymologie: ὀλίγος, αὖλαξ.
Greek Monolingual
ὀλιγαῡλαξ, -ακος και ὀλιγόλαυξ και δωρ. τ. ὀλιγῶλαξ, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που περιλαμβάνει μικρή μόνο έκταση καλλιεργήσιμης γης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + αὖλαξ (πρβλ. πολυ-αύλαξ)].
Greek Monotonic
ὀλῐγαῦλαξ: -ᾰκος, ὁ, ἡ, αυτός που διαθέτει λίγη καλλιεργήσιμη γη, σε Ανθ.