σφρίγος: Difference between revisions

From LSJ

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
(40)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sfrigos
|Transliteration C=sfrigos
|Beta Code=sfri/gos
|Beta Code=sfri/gos
|Definition=εος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">full strength</b>, σφρίγει βραχιόνων <span class="bibl">Hermipp.58</span>.</span>
|Definition=εος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[full strength]], σφρίγει βραχιόνων <span class="bibl">Hermipp.58</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 13:33, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφρῐγος Medium diacritics: σφρίγος Low diacritics: σφρίγος Capitals: ΣΦΡΙΓΟΣ
Transliteration A: sphrígos Transliteration B: sphrigos Transliteration C: sfrigos Beta Code: sfri/gos

English (LSJ)

εος, τό,

   A full strength, σφρίγει βραχιόνων Hermipp.58.

Greek (Liddell-Scott)

σφρίγος: [ῐ], τό, πλήρης ἰσχύς, ἀκμή, δύναμις, σφρίγει βραχιόνων Ἕρμιππ. ἐν «Στρατιώταις» 1. 6.

Greek Monolingual

το / σφρίγος ΝΜΑ, και σφρῑγος και ασυναίρ. τ. γεν. -εος Α
ακμή σωματικής δύναμης, ευρωστία, ζωηρότητα (α. «γεμάτος νεανικό σφρίγος» β. «σφρίγει βραχιόνων», Ερμιππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. σφριγῶ].