ὀρειχάλκινος: Difference between revisions

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
(3b)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oreichalkinos
|Transliteration C=oreichalkinos
|Beta Code=o)reixa/lkinos
|Beta Code=o)reixa/lkinos
|Definition=η, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of orichalc</b>, στήλη <span class="bibl">Pl.<span class="title">Criti.</span>119c</span>, cf. <span class="title">IG</span>22.1533.24 (iv B. C.).</span>
|Definition=η, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of orichalc]], στήλη <span class="bibl">Pl.<span class="title">Criti.</span>119c</span>, cf. <span class="title">IG</span>22.1533.24 (iv B. C.).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:19, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρειχάλκῐνος Medium diacritics: ὀρειχάλκινος Low diacritics: ορειχάλκινος Capitals: ΟΡΕΙΧΑΛΚΙΝΟΣ
Transliteration A: oreichálkinos Transliteration B: oreichalkinos Transliteration C: oreichalkinos Beta Code: o)reixa/lkinos

English (LSJ)

η, ον,

   A of orichalc, στήλη Pl.Criti.119c, cf. IG22.1533.24 (iv B. C.).

German (Pape)

[Seite 372] aus dem folgenden Metalle gemacht; στήλη, Plat. Critia. 119 c; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρειχάλκῐνος: -η, -ον, ὁ ἐξ ὀρειχάλκου, στήλη Πλάτ. Κριτί. 119C.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀρειχάλκινος, -ίνη, -ον) ορείχαλκος
κατασκευασμένος από ορείχαλκο, μπρούντζινος («ἐν στήλῃ γεγραμμένα ὀρειχαλκίνῃ», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. αυτός που αναφέρεται στον ορείχαλκο ή χαρακτηρίζεται από αυτόν
2. φρ. «ορειχάλκινη εποχή» — η δεύτερη προϊστορική περίοδος της μεταλλικής εποχής της ιστορίας του ανθρώπου.

Russian (Dvoretsky)

ὀρειχάλκῐνος: из желтой меди, медный (στήλη Plat.).