ὀχλικός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαιshow the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ochlikos
|Transliteration C=ochlikos
|Beta Code=o)xliko/s
|Beta Code=o)xliko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of]] or <b class="b2">suited to a</b> or [[the mob]], [[popular]], ὑποδοχαί <span class="bibl">Posidon.9</span> J.; ἑστίασις <span class="bibl">D.H.2.60</span>; ὀ. θύελλα Phld.<span class="title">Rh.</span>1.184 S.; ὀ. ἄνθρωπος <span class="bibl">Ph.2.537</span>; διάταξις Plu.<b class="b2">Comp.Lyc. Num</b>.2; ὀ. βωμολοχία <span class="bibl">Id.<span class="title">Per.</span>5</span>; τὸ περὶ τὴν λέξιν ὀχλικόν Id.2.142a; ὀ. ἀηδία <span class="bibl">Hld.3.6</span>.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of]] or [[suited to a]] or [[the mob]], [[popular]], ὑποδοχαί <span class="bibl">Posidon.9</span> J.; ἑστίασις <span class="bibl">D.H.2.60</span>; ὀ. θύελλα Phld.<span class="title">Rh.</span>1.184 S.; ὀ. ἄνθρωπος <span class="bibl">Ph.2.537</span>; διάταξις Plu.<b class="b2">Comp.Lyc. Num</b>.2; ὀ. βωμολοχία <span class="bibl">Id.<span class="title">Per.</span>5</span>; τὸ περὶ τὴν λέξιν ὀχλικόν Id.2.142a; ὀ. ἀηδία <span class="bibl">Hld.3.6</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:45, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀχλικός Medium diacritics: ὀχλικός Low diacritics: οχλικός Capitals: ΟΧΛΙΚΟΣ
Transliteration A: ochlikós Transliteration B: ochlikos Transliteration C: ochlikos Beta Code: o)xliko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or suited to a or the mob, popular, ὑποδοχαί Posidon.9 J.; ἑστίασις D.H.2.60; ὀ. θύελλα Phld.Rh.1.184 S.; ὀ. ἄνθρωπος Ph.2.537; διάταξις Plu.Comp.Lyc. Num.2; ὀ. βωμολοχία Id.Per.5; τὸ περὶ τὴν λέξιν ὀχλικόν Id.2.142a; ὀ. ἀηδία Hld.3.6.

German (Pape)

[Seite 430] den großen Haufen, das Volk betreffend, für den großen Haufen geeignet, populär; καὶ θεραπευτικὴ τοῦ πλήθους διάταξις, Plut. Num. 2; ὑποδοχὰς ἐποιεῖτο ὀχλικάς, Ath. XII, 540 b; ἡ ὀχλικὴ πειθώ, Sext. Emp. adv. rhett. 93; βωμολοχία, Plut. Pericl. 5; – τὸ ὀχλικὸν τῆς λέξεως, gemeine Sprache.

Greek (Liddell-Scott)

ὀχλικός: -ή, -όν, ἀρμόζων εἰς τὸν ὄχλον, λαϊκός, ὑποδοχαὶ Ποσειδώνι. παρ’ Ἀθην. 210D· ἐστίασις Διον. Ἁλ. 2. 60· ὀχλ. καὶ θεραπευτικὴ τοῦ πλήθους διάταξις Πλουτ. Λυκ. κ. Νουμ. σύγκρ. 2, πρβλ. Περικλ. 5· τὸ περὶ τὴν λέξιν ὀχλικὸν ὁ αὐτ. 2. 142Α. Ἐπίρρ. -κῶς, αὐτόθι 484Β.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne la foule.
Étymologie: ὄχλος.

Greek Monolingual

ὀχλικός, -ή, -όν (Α) όχλος
αυτός που ανήκει στον λαό, λαϊκός.
επίρρ...
ὀχλικώς (Α)
με οχλικό τρόπο.

Russian (Dvoretsky)

ὀχλικός: соответствующий вкусам толпы, простонародный (διάταξις, βωμολοχία Plut.; πειθώ Sext.): τὸ περὶ τὴν λέξιν ὀχλικὸν Plut. простонародный говор.