μονόδους: Difference between revisions

From LSJ

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250
(1ba)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=monodous
|Transliteration C=monodous
|Beta Code=mono/dous
|Beta Code=mono/dous
|Definition=οντος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one-toothed</b>, <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>796</span>.</span>
|Definition=οντος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[one-toothed]], <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>796</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:55, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόδους Medium diacritics: μονόδους Low diacritics: μονόδους Capitals: ΜΟΝΟΔΟΥΣ
Transliteration A: monódous Transliteration B: monodous Transliteration C: monodous Beta Code: mono/dous

English (LSJ)

οντος, ὁ, ἡ,

   A one-toothed, A.Pr.796.

German (Pape)

[Seite 202] οντος, mit nur einem Zahne, κόραι τρεῖς μονόδοντες, Aesch. Prom. 798.

Greek (Liddell-Scott)

μονόδους: -όδοντος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἕνα μόνον ὀδόντα, Αἰσχύλ. Πρ. 796.

French (Bailly abrégé)

όδοντος (ὁ, ἡ)
qui n’a qu’une dent.
Étymologie: μόνος, ὀδούς.

Greek Monolingual

ο και η (Α μονόδους)
νεοελλ.
ζωολ. ελληνική ονομασία της μπελούγκα
αρχ.
αυτός που έχει μόνο ένα δόντι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + ὀδούς, οδόντος].

Greek Monotonic

μονόδους: -όδοντος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει ένα μόνο δόντι, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

μονόδους: όδοντος adj. однозубый: κόραι τρεῖς μονόδοντες Aesch. три девы с одним (общим) зубом, т. е. дочери Форка.

Middle Liddell

μον-όδους, -όδοντος, ὁ, ἡ,
one-toothed, Aesch.