πτωτικός: Difference between revisions
Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ptotikos | |Transliteration C=ptotikos | ||
|Beta Code=ptwtiko/s | |Beta Code=ptwtiko/s | ||
|Definition=ή, όν, (πτῶσις) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[capable of inflection]], <b class="b3">ἄρθρον ἐστὶ στοιχεῖον λόγου π</b>. <span class="bibl">Diog.Bab.Stoic.3.214</span>; <b class="b3">ὄνομά ἐστι μέρος λόγου π</b>. <span class="bibl">D.T.634.11</span>, cf. <span class="bibl">A.D.<span class="title">Pron.</span>9.5</span>, al.; <b class="b3">τὸ π. τὸ Σωκράτης</b>" the | |Definition=ή, όν, (πτῶσις) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[capable of inflection]], <b class="b3">ἄρθρον ἐστὶ στοιχεῖον λόγου π</b>. <span class="bibl">Diog.Bab.Stoic.3.214</span>; <b class="b3">ὄνομά ἐστι μέρος λόγου π</b>. <span class="bibl">D.T.634.11</span>, cf. <span class="bibl">A.D.<span class="title">Pron.</span>9.5</span>, al.; <b class="b3">τὸ π. τὸ Σωκράτης</b>" the [[case-form]] <b class="b3">Σ</b>., <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>8.84</span>; [[connected with cases]], <b class="b3">π. σχῆμα</b>, when several cases of the same Noun follow one another, <span class="bibl">Simp.<span class="title">in Cat.</span>359.9</span>. Adv. -κῶς, ἀντωνυμίαι κάτωθεν μὲν π. κινοῦνται ἄνωθεν δὲ προσωπικῶς <span class="bibl">Choerob.<span class="title">in Theod.</span>2.418</span> H. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> Math., <b class="b3">πτωτικόν, τό</b>, [[special case]] of a problem, <span class="bibl">Papp.850.19</span>, al.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:57, 1 July 2020
English (LSJ)
ή, όν, (πτῶσις)
A capable of inflection, ἄρθρον ἐστὶ στοιχεῖον λόγου π. Diog.Bab.Stoic.3.214; ὄνομά ἐστι μέρος λόγου π. D.T.634.11, cf. A.D.Pron.9.5, al.; τὸ π. τὸ Σωκράτης" the case-form Σ., S.E.M.8.84; connected with cases, π. σχῆμα, when several cases of the same Noun follow one another, Simp.in Cat.359.9. Adv. -κῶς, ἀντωνυμίαι κάτωθεν μὲν π. κινοῦνται ἄνωθεν δὲ προσωπικῶς Choerob.in Theod.2.418 H. 2 Math., πτωτικόν, τό, special case of a problem, Papp.850.19, al.
German (Pape)
[Seite 812] einen Casus betreffend, zum Casus gehörig, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
πτωτικός: -ή, -όν, (πτῶσις) ὁ ἀνήκων εἰς πτῶσιν, κλιτός, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 84, Διογ. Δ. 7. 58· πτ. σχῆμα, ὅταν πτώσεις τοῦ αὐτοῦ ὀνόματος ἀκολουθῶσιν ἀλλήλαις, ὡς π.χ. «μή με Δημοσθένει παραδῷτε, μή με διὰ Δημοσθένη ἀνέλητε» Ρήτορες (Walz) 5. 451.
Greek Monolingual
-ή, -ό / πτωτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ πτωτός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πτώση ή στις πτώσεις τών κλινομένων ονομάτων (α. «πτωτικός τύπος» β. «ὄνομά ἐστι μέρος λόγου πτωτικόν», Δίον. Θρ.)
νεοελλ.
αυτός που έχει την τάση να πέφτει ή να πέσει («το δολάριο συνέχισε την πτωτική του πορεία»)
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ πτωτικὸν
ειδική περίπτωση ενός προβλήματος
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πτωτικά
τα τέσσερα ονοματικά μέρη του λόγου
3. φρ. «πτωτικὸν σχῆμα»
(ρητ.) σχήμα κατά το οποίο δύο ή και περισσότερες πτώσεις του ίδιου ονόματος ακολουθούν η μία μετά την άλλη.
Russian (Dvoretsky)
πτωτικός: πτῶσις 3] грам. флектируемый, падежный Sext., Diog. L.