εὔζωστος: Difference between revisions

From LSJ

Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann

Menander, Monostichoi, 121
(15)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eyzostos
|Transliteration C=eyzostos
|Beta Code=eu)/zwstos
|Beta Code=eu)/zwstos
|Definition=ον, (ζώννυμαι) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">easily girt, convenient for girding</b>, ᾗ εὐζωστότατος αὐτὸς ἑωυτοῦ ἐστι <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>14</span>; gloss on [[εὔζωνος]], Sch.D <span class="bibl">Il.1.429</span>.</span>
|Definition=ον, (ζώννυμαι) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[easily girt]], [[convenient for girding]], ᾗ εὐζωστότατος αὐτὸς ἑωυτοῦ ἐστι <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>14</span>; gloss on [[εὔζωνος]], Sch.D <span class="bibl">Il.1.429</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 16:21, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔζωστος Medium diacritics: εὔζωστος Low diacritics: εύζωστος Capitals: ΕΥΖΩΣΤΟΣ
Transliteration A: eúzōstos Transliteration B: euzōstos Transliteration C: eyzostos Beta Code: eu)/zwstos

English (LSJ)

ον, (ζώννυμαι)

   A easily girt, convenient for girding, ᾗ εὐζωστότατος αὐτὸς ἑωυτοῦ ἐστι Hp.Art.14; gloss on εὔζωνος, Sch.D Il.1.429.

German (Pape)

[Seite 1066] = εὔζωνος, Erklärung Schol. Il. 1, 429.

Greek (Liddell-Scott)

εὔζωστος: -ον, (ζώννυμι) εὐκόλως ζωννύμενος, κατάλληλος πρὸς ζῶσιν, ᾗ εὐζωστότατος αὐτὸς ἑαυτοῦ Ἱππ. π. Ἄρθρ. 791, πρβλ. Σχολιαστὴν Ἰλ. Α. 429, ἔνθα μεταχειρίζεται τὴν λέξιν πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ ἐϋζώνοιο «εὐζώστου, καλῆς καὶ εὐστόλου».

Greek Monolingual

εὔζωστος, -ον (ΑΜ)
μσν.
ζωσμένος, έτοιμος για τον αγώνα, δραστήριος
1. αυτός που ζώνεται εύκολα ή είναι κατάλληλος για ζώσιμο
2. (για γυναίκα) καλά ζωσμένη, κομψή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ζωστός (< ζώννυμι)].