μυξώδης: Difference between revisions
Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=myksodis | |Transliteration C=myksodis | ||
|Beta Code=mucw/dhs | |Beta Code=mucw/dhs | ||
|Definition=ες, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ες, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[like mucus]], [[abounding in it]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>40</span>, cf. <span class="bibl">8</span> (Comp.); <b class="b3">δεσμὸς μ</b>. a [[pulpy]] band of connection, ib.<span class="bibl">45</span>; <b class="b3">μ. ὑγρότητες, γλισχρότης</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">GA</span>761b33</span>, <span class="bibl"><span class="title">HA</span>517b28</span>; μ. ὑγρασία <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>3.13.2</span>; <b class="b3">μ. ῥίζαι, σάρξ</b>, Dsc.3.17, Gal.1.579.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:22, 1 July 2020
English (LSJ)
ες,
A like mucus, abounding in it, Hp.Art.40, cf. 8 (Comp.); δεσμὸς μ. a pulpy band of connection, ib.45; μ. ὑγρότητες, γλισχρότης, Arist.GA761b33, HA517b28; μ. ὑγρασία Thphr.HP3.13.2; μ. ῥίζαι, σάρξ, Dsc.3.17, Gal.1.579.
German (Pape)
[Seite 218] ες, schleim-, rotzartig, voll Schleim, schleimig, Hippocr. u. a. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
μυξώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς μύξαν, ἔχων ἄφθονον μύξαν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 785· δεσμὸς μ., γλοιώδης, αὐτόθι 809· μ. ὑγρότης, γλισχρότης Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 5, 6., 3. 11, 2.
Greek Monolingual
-ες (ΑΜ μυξώδης, -ῶδες) μύξα
αυτός που μοιάζει με μύξα, βλεννοειδής, γλοιώδης
(νεοελλ.-μσν.) αυτός που αποτελείται από μύξα
αρχ.
1. αυτός που έχει άφθονη μύξα
2. μτφ. κουτός, βλάκας, ηλίθιος («βλεκέμυξος, βλακώδης, μυξώδης», Ησύχ.).
Russian (Dvoretsky)
μυξώδης: похожий на слизь, слизистый (ὑγρότης Arst.).