ἡδύβιος: Difference between revisions
αἱ μέν ἀποφάσεις ἐπί τῶν θείων ἀληθεῖς, αἱ δέ καταφάσεις ἀνάρμοστοι τῇ κρυφιότητι τῶν ἀποῤῥήτων → as concerns the things of the gods, negative pronouncements are true, but positive ones are inadequate to their hidden character
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b3">ῠ], ον</b>" to "ῠ], ον<") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=idyvios | |Transliteration C=idyvios | ||
|Beta Code=h(du/bios | |Beta Code=h(du/bios | ||
|Definition=[ | |Definition=[ῠ], ον<, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[sweetening life]]: <b class="b3">τὰ ἡ</b>. a name of certain [[cakes]], Chrysipp.Tyan. ap. <span class="bibl">Ath.14.647c</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[living pleasantly]], <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span> 162</span>, Vett. Val.<span class="bibl">18.29</span>, Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>504</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:48, 3 July 2020
English (LSJ)
[ῠ], ον<,
A sweetening life: τὰ ἡ. a name of certain cakes, Chrysipp.Tyan. ap. Ath.14.647c. II living pleasantly, Ptol.Tetr. 162, Vett. Val.18.29, Sch.Ar.V.504.
German (Pape)
[Seite 1153] angenehm lebend, Sp.; – ἡδύβια, τά, eine Art Kuchen (lebenversüßend), Ath. XIV, 647 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἡδύβιος: -ον, ὁ ἡδύνων, γλυκαίνων τὸν βίον, τὰ ἡδ… ὄνομα πλακούντων τινῶν, Χρύσιππ. Τυαν. (Ἀθην. 647C). II. ζῶν ἡδέως, Πρόκλ. Πτολ. σ. 230.
Greek Monolingual
-ο (Α ἡδύβιος, -ον)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο ηδύβιος
γένος μικρών κολεόπτερων εντόμων που ζουν στα ξερά ξύλα, αλλ. ηδοβία
αρχ.
1. αυτός που γλυκαίνει τη ζωή, γλυκός, ευχάριστος
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἡδύβια
ονομασία ορισμένων γλυκισμάτων ή πλακούντων
3. αυτός που ζει ευχάριστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδύ- + -βιος (< βίος), πρβλ. αμφί-βιος, υδρό-βιος].