μετακινητός: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
m (Text replacement - "<span class="bld">A</span> [[to be" to "<span class="bld">A</span> to [[be") |
(CSV import) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=μετακῑνητός, ή, όν [from μετακῑνέω]<br />to be disturbed, Thuc. | |mdlsjtxt=μετακῑνητός, ή, όν [from μετακῑνέω]<br />to be disturbed, Thuc. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[alterable]] | |||
}} | }} |
Revision as of 14:25, 4 July 2020
English (LSJ)
ή, όν,
A to be disturbed, ὁμολογία Th.5.21.
Greek (Liddell-Scott)
μετακῑνητός: -ή, -όν, ὃν δύναται τις νὰ μετακινήσῃ, νὰ διαταράξῃ ὁμολογία Θουκ. 5. 21.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qu’on peut ou qu’il faut déplacer ou changer.
Étymologie: adj. verb. de μετακινέω.
Greek Monotonic
μετακῑνητός: -ή, -όν, αυτός που μπορεί να μετατοπιστεί, να μεταβληθεί, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
μετακινητός: подлежащий изменению (νόμοι Solon ap. Plut.).
Middle Liddell
μετακῑνητός, ή, όν [from μετακῑνέω]
to be disturbed, Thuc.