ταχύπτερος: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
(CSV import)
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τᾰχύ-πτερος, ον, [[πτερόν]]<br />[[swift]]-[[winged]], Aesch.
|mdlsjtxt=τᾰχύ-πτερος, ον, [[πτερόν]]<br />[[swift]]-[[winged]], Aesch.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[swift-winged]]
}}
}}

Revision as of 14:37, 4 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰχῠπτερος Medium diacritics: ταχύπτερος Low diacritics: ταχύπτερος Capitals: ΤΑΧΥΠΤΕΡΟΣ
Transliteration A: tachýpteros Transliteration B: tachypteros Transliteration C: tachypteros Beta Code: taxu/pteros

English (LSJ)

ον,

   A swift winged, πνοαί A.Pr.88.

German (Pape)

[Seite 1076] schnell fliegend, πνοαί, Aesch. Prom. 88.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰχύπτερος: -ον, ὁ ἔχων ταχείας πτέρυγας, μεταφ., ὁ ταχύς, ὦ δῖος αἰθὴρ καὶ ταχύπτεροι πνοαὶ Αἰσχύλ. Πρ. 88.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux ailes rapides.
Étymologie: ταχύς, πτερόν.

Greek Monolingual

-η, -ο /ταχύπτερος,-ον, ΝΑ, και ταχύφτερος Ν
αυτός που κινεί τις φτερούγες του γρήγορα, που πετά γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. ὠκύ-πτερος].

Greek Monotonic

τᾰχύπτερος: -ον (πτερόν), αυτός που έχει γρήγορα φτερά, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

τᾰχύπτερος: быстрокрылый (πνοαί Aesch.).

Middle Liddell

τᾰχύ-πτερος, ον, πτερόν
swift-winged, Aesch.

English (Woodhouse)

swift-winged

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)