ἱππευτής: Difference between revisions
From LSJ
τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head
(CSV import) |
|||
Line 27: | Line 27: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἱππευτής]], οῦ,<br />a [[rider]], [[horseman]], Eur. [from [[ἱππεύω]] | |mdlsjtxt=[[ἱππευτής]], οῦ,<br />a [[rider]], [[horseman]], Eur. [from [[ἱππεύω]] | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[mounted]], [[on horseback]] | |||
}} | }} |
Revision as of 15:15, 4 July 2020
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A rider, horseman, Pi.P.9.123: as Adj., Τρῶες B.12.160; στρατός E.HF408 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἱππευτής: -οῦ, ὁ ἱππεύς, ἔφιππος, Πινδ. Π. 9. 217· ἱππευτὴς στρατὸς Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 408.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 qui va à cheval;
2 cavalier.
Étymologie: ἱππεύω.
Greek Monolingual
ἱππευτής, ὁ (Α)
ιππεύω
1. αυτός που ιππεύει, ιππέας, έφιππος
2. ως επίθ. ιππικός, ικανός στην ίππευση και στην ιππομαχία (α. «ἱππευταὶ Τρῶες», Βακχ. β. «ἱππευτὴς στρατός», Ευρ.).
Greek Monotonic
ἱππευτής: -οῦ, ὁ, ιππέας, έφιππος, καβαλάρης, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἱππευτής: дор. ἱππευτάς, οῦ (ᾱ) adj. m ездящий верхом, конный (Νομάδες Pind.; στρατός Eur.).
Middle Liddell
ἱππευτής, οῦ,
a rider, horseman, Eur. [from ἱππεύω