νουθέτημα: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ θνῄσκειν, οἷς ὕβριν τὸ ζῆν φέρει → Quis foeda vita restat, his pulchrum est mori → Wem das Leben Schmach bringt, dem ist Sterben schön

Menander, Monostichoi, 291
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
(CSV import)
Line 27: Line 27:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[νουθέτημα]], ατος, τό, [from [[νουθετέω]]<br />[[admonition]], [[warning]], Aesch., Eur., etc.; τἀμὰ νουθετήματα given to me, Soph.
|mdlsjtxt=[[νουθέτημα]], ατος, τό, [from [[νουθετέω]]<br />[[admonition]], [[warning]], Aesch., Eur., etc.; τἀμὰ νουθετήματα given to me, Soph.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[admonition]], [[chastening]], [[rebuke]]
}}
}}

Revision as of 15:45, 4 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νουθέτημα Medium diacritics: νουθέτημα Low diacritics: νουθέτημα Capitals: ΝΟΥΘΕΤΗΜΑ
Transliteration A: nouthétēma Transliteration B: nouthetēma Transliteration C: nouthetima Beta Code: nouqe/thma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A admonition, warning, A.Pers.830 (pl.), E.Fr.962 (pl.), Pl. Grg.525c (pl.), etc.; τἀμὰ νουθετήματα given [by you] to me, S.El. 343.

Greek (Liddell-Scott)

νουθέτημα: τό, συμβουλή, παραίνεσις, Αἰσχύλ. Πέρσ. 830, Εὐρ., Πλάτ., κτλ.· ἅπαντα γάρ σοι τἀμὰ νουθετήματα κείνης διδακτά, κοὐδὲν ἐκ σαυτῆς λέγεις, ἅπαντα τὰ ὑπὸ σοῦ πρὸς ἐμὲ ἀποτεινόμενα νουθετήματα παρ’ ἐκείνης τὰ ἐδιδάχθης καὶ οὐδὲν ἰδικόν σου λέγεις, Σοφ. Ἠλ. 343.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
avertissement, admonestation, remontrance.
Étymologie: νουθετέω.

Greek Monolingual

το (ΑΜ νουθέτημα) νουθετώ
συμβουλή, παραίνεση, νουθέτησηἄγαν δὲ μωραίνοντι νουθετήματα», Πλούτ.).

Greek Monotonic

νουθέτημα: -ατος, τό, παραίνεση, προειδοποίηση, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· τἀμὰνουθετήματα, νουθεσίες που δόθηκαν σε μένα, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

νουθέτημα: ατος τό увещевание, наставление, совет Aesch., Eur., Plat., Plut.: τἀμὰ νουθετήματα Soph. даваемые мне (тобой) советы.

Middle Liddell

νουθέτημα, ατος, τό, [from νουθετέω
admonition, warning, Aesch., Eur., etc.; τἀμὰ νουθετήματα given to me, Soph.

English (Woodhouse)

admonition, chastening, rebuke

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)