βροντεῖον: Difference between revisions
From LSJ
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
(7) |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βροντεῖον''': τό, μηχανὴ πρὸς παραγωγὴν βροντῶν ἐν τῇ σκηνῇ τοῦ θεάτρου, | |lstext='''βροντεῖον''': τό, μηχανὴ πρὸς παραγωγὴν βροντῶν ἐν τῇ σκηνῇ τοῦ θεάτρου, Πολυδ. Δ΄, 130. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 20:15, 7 July 2020
English (LSJ)
τό,
A engine for making stage-thunder, Poll.4.130.
German (Pape)
[Seite 464] τό, Donnermaschine auf dem Theater, Poll. 4, 130.
Greek (Liddell-Scott)
βροντεῖον: τό, μηχανὴ πρὸς παραγωγὴν βροντῶν ἐν τῇ σκηνῇ τοῦ θεάτρου, Πολυδ. Δ΄, 130.
Spanish (DGE)
-ου, τό
aparato para imitar en la escena el ruido del trueno Poll.4.130.
Greek Monolingual
βροντεῑον, το (Α) βροντή
μηχάνημα του αρχαίου θεάτρου για την παραγωγή βροντής.