καλιός: Difference between revisions

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾰλῑός''': ὁ, [[καλύβη]], [[οἰκίσκος]], Ἐπίχ. 21 Ahr. 2) κλωβὸς ὀρνίθων, «[[οἰκίσκος]] [[ὀρνίθειος]]» [[Πολυδ]]. Ι΄, 160 (Κρατῖνος ἐν «Θράττ.» 4.) 3) [[δεσμωτήριον]], Ἡσύχ.
|lstext='''κᾰλῑός''': ὁ, [[καλύβη]], [[οἰκίσκος]], Ἐπίχ. 21 Ahr. 2) κλωβὸς ὀρνίθων, «[[οἰκίσκος]] [[ὀρνίθειος]]» Πολυδ. Ι΄, 160 (Κρατῖνος ἐν «Θράττ.» 4.) 3) [[δεσμωτήριον]], Ἡσύχ.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καλιός]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[καλύβα]], [[σπιτάκι]]<br /><b>2.</b> (για κότες) [[κλουβί]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[δεσμωτήριο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[καλιά]]].
|mltxt=[[καλιός]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[καλύβα]], [[σπιτάκι]]<br /><b>2.</b> (για κότες) [[κλουβί]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[δεσμωτήριο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[καλιά]]].
}}
}}

Revision as of 20:25, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλῑός Medium diacritics: καλιός Low diacritics: καλιός Capitals: ΚΑΛΙΟΣ
Transliteration A: kaliós Transliteration B: kalios Transliteration C: kalios Beta Code: kalio/s

English (LSJ)

ὁ,

   A cabin, hovel, Epich.39.    2 fowl-coop, Cratin.72.    3 prison, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1308] ὁ, Hütte, nach VLL. τὰ εὐτελῆ οἰκήματα; Gefängniß, Cratin. bei Poll. 10, 160 εἰς τὸν καλιόν, εἰ τύχοι, καθείργνυται.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰλῑός: ὁ, καλύβη, οἰκίσκος, Ἐπίχ. 21 Ahr. 2) κλωβὸς ὀρνίθων, «οἰκίσκος ὀρνίθειος» Πολυδ. Ι΄, 160 (Κρατῖνος ἐν «Θράττ.» 4.) 3) δεσμωτήριον, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

καλιός, ὁ (Α)
1. καλύβα, σπιτάκι
2. (για κότες) κλουβί
3. (κατά τον Ησύχ.) δεσμωτήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του καλιά].