θαλαμοποιός: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell
(2b) |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θᾰλᾰμοποιός''': -όν, παρασκευάζων, ἑτοιμάζων τὸν [[θάλαμον]] ἢ τὸν κοιτῶνα· - Θαλαμοποιοί, [[ὄνομα]] δράματός τινος τοῦ Αἰσχύλ., Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 73, | |lstext='''θᾰλᾰμοποιός''': -όν, παρασκευάζων, ἑτοιμάζων τὸν [[θάλαμον]] ἢ τὸν κοιτῶνα· - Θαλαμοποιοί, [[ὄνομα]] δράματός τινος τοῦ Αἰσχύλ., Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 73, Πολυδ. Ζ, 122. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 20:25, 7 July 2020
English (LSJ)
όν,
A preparing the bed-chamber: Θαλαμοποιοί, name of a play of Aeschylus, Poll.7.122.
German (Pape)
[Seite 1182] das Brautgemach bereitend, Titel eines Stückes des Aesch. bei Poll. 7, 122.
Greek (Liddell-Scott)
θᾰλᾰμοποιός: -όν, παρασκευάζων, ἑτοιμάζων τὸν θάλαμον ἢ τὸν κοιτῶνα· - Θαλαμοποιοί, ὄνομα δράματός τινος τοῦ Αἰσχύλ., Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 73, Πολυδ. Ζ, 122.
Greek Monolingual
θαλαμοποιός, -όν (Α)
1. αυτός που προετοιμάζει τον θάλαμο
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Θαλαμοποιοί
τίτλος δράματος του Αισχύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + -ποιός (< ποιώ), πρβλ. βροχο-ποιός, θαυματο-ποιός).
Russian (Dvoretsky)
θᾰλᾰμοποιός: ὁ готовящий брачный покой Aesch.