καμπύλη: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καμπύλη''': (δηλ. [[βακτηρία]]), ἡ, κεκαμμένη [[ῥάβδος]], ὡς τὸ Ρωμ. lituus, Ἀριστοφ. παρὰ [[Πολυδ]]. Ι΄, 173, Πλούτ. 2. 790Β, Ἀλκίφρ. 3. 3.
|lstext='''καμπύλη''': (δηλ. [[βακτηρία]]), ἡ, κεκαμμένη [[ῥάβδος]], ὡς τὸ Ρωμ. lituus, Ἀριστοφ. παρὰ Πολυδ. Ι΄, 173, Πλούτ. 2. 790Β, Ἀλκίφρ. 3. 3.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 20:25, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καμπύλη Medium diacritics: καμπύλη Low diacritics: καμπύλη Capitals: ΚΑΜΠΥΛΗ
Transliteration A: kampýlē Transliteration B: kampylē Transliteration C: kampyli Beta Code: kampu/lh

English (LSJ)

[ῠ] (sc. βακτηρία), ἡ,

   A crooked staff, Ar.Fr.128, Plu.2.790b, Alciphr.3.3.

German (Pape)

[Seite 1319] ἡ, Krummstab, lituus; Ar. bei Poll. 10, 173; Alciphr. 3, 3; Plut. an seni 11, Hirtenstab.

Greek (Liddell-Scott)

καμπύλη: (δηλ. βακτηρία), ἡ, κεκαμμένη ῥάβδος, ὡς τὸ Ρωμ. lituus, Ἀριστοφ. παρὰ Πολυδ. Ι΄, 173, Πλούτ. 2. 790Β, Ἀλκίφρ. 3. 3.

French (Bailly abrégé)

v. καμπύλος.

Greek Monolingual

η (AM καμπύλη)
βλ. καμπύλος.

Russian (Dvoretsky)

καμπύλη: (ῠ) ἡ (sc. βακτηρία или ῥάβδος) загнутая палка, кривой посох Arph., Plut.