θαλαμεύτρια: Difference between revisions

From LSJ

ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θᾰλᾰμεύτρια''': ἡ, = [[νυμφεύτρια]], [[παράνυμφος]], [[Πολυδ]]. Γ΄. 41.
|lstext='''θᾰλᾰμεύτρια''': ἡ, = [[νυμφεύτρια]], [[παράνυμφος]], Πολυδ. Γ΄. 41.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θαλαμεύτρια]], ή (Α) [[θαλαμεύω]]<br />αυτή που συνοδεύει τη [[νύφη]], η [[παράνυμφος]].
|mltxt=[[θαλαμεύτρια]], ή (Α) [[θαλαμεύω]]<br />αυτή που συνοδεύει τη [[νύφη]], η [[παράνυμφος]].
}}
}}

Revision as of 20:26, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾰλᾰμεύτρια Medium diacritics: θαλαμεύτρια Low diacritics: θαλαμεύτρια Capitals: ΘΑΛΑΜΕΥΤΡΙΑ
Transliteration A: thalameútria Transliteration B: thalameutria Transliteration C: thalameytria Beta Code: qalameu/tria

English (LSJ)

ἡ,= νυμφεύτρια,

   A bridesmaid, Poll.3.41.

German (Pape)

[Seite 1181] ἡ, = νυμφεύτρια, die das Brautgemach, Brautbett Besorgende, Poll. 3, 41.,

Greek (Liddell-Scott)

θᾰλᾰμεύτρια: ἡ, = νυμφεύτρια, παράνυμφος, Πολυδ. Γ΄. 41.

Greek Monolingual

θαλαμεύτρια, ή (Α) θαλαμεύω
αυτή που συνοδεύει τη νύφη, η παράνυμφος.