κλειτοριάζω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σοφίας κτῆμα τιμιώτερον → Haud ulla res pretiosior sapientia → Die Weisheit ist Besitz von allergrößtem Wert

Menander, Monostichoi, 416
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κλειτοριάζω''': -ίζω, ψηλαφῶ, [[ψαύω]] τὴν κλειτορίδα, [[Πολυδ]]. Β΄, 174, Ἡσύχ.· ― [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «κλειτοριάζειν, τὸ ἀκολάστως ἅπτεσθαι τοῦ γυναικείου αἰδοίου».
|lstext='''κλειτοριάζω''': -ίζω, ψηλαφῶ, [[ψαύω]] τὴν κλειτορίδα, Πολυδ. Β΄, 174, Ἡσύχ.· ― [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «κλειτοριάζειν, τὸ ἀκολάστως ἅπτεσθαι τοῦ γυναικείου αἰδοίου».
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 20:30, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλειτοριάζω Medium diacritics: κλειτοριάζω Low diacritics: κλειτοριάζω Capitals: ΚΛΕΙΤΟΡΙΑΖΩ
Transliteration A: kleitoriázō Transliteration B: kleitoriazō Transliteration C: kleitoriazo Beta Code: kleitoria/zw

English (LSJ)

   A touch the κλειτορίς, Ruf.Onom.111, Hsch., Suid.:— also κλειτορ-ίζω, v.l. in Poll.2.174.

German (Pape)

[Seite 1448] die κλειτορίς berühren, E. M. 590, 15.

Greek (Liddell-Scott)

κλειτοριάζω: -ίζω, ψηλαφῶ, ψαύω τὴν κλειτορίδα, Πολυδ. Β΄, 174, Ἡσύχ.· ― Κατὰ Σουΐδ.: «κλειτοριάζειν, τὸ ἀκολάστως ἅπτεσθαι τοῦ γυναικείου αἰδοίου».

French (Bailly abrégé)

caresser le clitoris.
Étymologie: κλειτορίς².

Greek Monolingual

κλειτοριάζω και κλειτορίζω (Α) κλειτορίς
ψηλαφώ, πιάνω την κλειτορίδα («κλειτοριάζειν
τὸ ἀκολάστως ἅπτεσθαι «τοῦ γυναικείου αἰδοίου», Λεξ. Σούδα).