λειοκάρηνος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
m (Text replacement - "<b class="b3">ᾰ], ον</b>" to "ᾰ], ον")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λειοκάρηνος''': [ᾰ], -ον, ἔχων λείαν, φαλακρὰν κεφαλήν, [[Πολυδ]]. Β΄, 26.
|lstext='''λειοκάρηνος''': [ᾰ], -ον, ἔχων λείαν, φαλακρὰν κεφαλήν, Πολυδ. Β΄, 26.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λειοκάρηνος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει λείο και γυαλιστερό [[κεφάλι]], [[φαλακρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λεῖος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κάρηνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κάρηνον]] «[[κεφάλι]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ξανθο</i>-<i>κάρηνος</i>, <i>χρυσο</i>-<i>κάρηνος</i>].
|mltxt=[[λειοκάρηνος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει λείο και γυαλιστερό [[κεφάλι]], [[φαλακρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λεῖος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κάρηνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κάρηνον]] «[[κεφάλι]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ξανθο</i>-<i>κάρηνος</i>, <i>χρυσο</i>-<i>κάρηνος</i>].
}}
}}

Revision as of 20:35, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λειοκάρηνος Medium diacritics: λειοκάρηνος Low diacritics: λειοκάρηνος Capitals: ΛΕΙΟΚΑΡΗΝΟΣ
Transliteration A: leiokárēnos Transliteration B: leiokarēnos Transliteration C: leiokarinos Beta Code: leioka/rhnos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A smooth-headed, bald-headed, Poll.2.26.

German (Pape)

[Seite 24] glattköpfig, kahl, Poll. 2, 26.

Greek (Liddell-Scott)

λειοκάρηνος: [ᾰ], -ον, ἔχων λείαν, φαλακρὰν κεφαλήν, Πολυδ. Β΄, 26.

Greek Monolingual

λειοκάρηνος, -ον (Α)
αυτός που έχει λείο και γυαλιστερό κεφάλι, φαλακρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + -κάρηνος (< κάρηνον «κεφάλι»), πρβλ. ξανθο-κάρηνος, χρυσο-κάρηνος].