κρυώδης: Difference between revisions

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κρυώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[παγετώδης]], [[ψυχρός]], Πλούτ. 2. 653Α, [[Πολυδ]]. Ε΄, 109.
|lstext='''κρυώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[παγετώδης]], [[ψυχρός]], Πλούτ. 2. 653Α, Πολυδ. Ε΄, 109.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 20:40, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρῠώδης Medium diacritics: κρυώδης Low diacritics: κρυώδης Capitals: ΚΡΥΩΔΗΣ
Transliteration A: kryṓdēs Transliteration B: kryōdēs Transliteration C: kryodis Beta Code: kruw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A icy, chill, Plu.2.653a, Poll.5.109.

German (Pape)

[Seite 1517] ες, frostartig, eisig; νιφάδες Apollnds. 15 (IX, 244); καὶ ψυχρὰ δύναμις Plut. Symp. 3, 5, 2.

Greek (Liddell-Scott)

κρυώδης: -ες, (εἶδος) παγετώδης, ψυχρός, Πλούτ. 2. 653Α, Πολυδ. Ε΄, 109.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
glacial.
Étymologie: κρύος, -ωδης.

Greek Monolingual

ες (Α κρυώδης)
κρύος, ψυχρός, παγερός, παγετώδης
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που προκαλεί φρίκη, φρικώδης, αποτρόπαιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρύος-(II) + κατάλ. -ώδης].

Russian (Dvoretsky)

κρῠώδης: морозный, ледяной (δύναμις Plut.; νιφάδες Anth.).