σινδόνιον: Difference between revisions
From LSJ
Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σινδόνιον''': τό, [[παραπέτασμα]], [[ἔνδυμα]] κτλ., πεποιημένον ἐκ σινδόνος [[ἤτοι]] λεπτοῦ ὑφάσματος, Δίων Κ. 79. 13, | |lstext='''σινδόνιον''': τό, [[παραπέτασμα]], [[ἔνδυμα]] κτλ., πεποιημένον ἐκ σινδόνος [[ἤτοι]] λεπτοῦ ὑφάσματος, Δίων Κ. 79. 13, Πολυδ. Ζ΄, 73· [[ὡσαύτως]] σινδονίσκη, ἡ, Πλούτ. 2. 340D. | ||
}} | }} | ||
{{eles | {{eles |
Revision as of 20:50, 7 July 2020
English (LSJ)
τό,
A curtain, garment, etc., made of σινδών, IG 42(1).118.67 (Epid., iii B.C.), Gal.Protr.10, Poll.7.73, D.C.79.13, POxy.921.15 (iii A.D.), Sammelb.7033.40 (v A.D.).
German (Pape)
[Seite 883] τό, D. Cass. 79, 13, = Folgdm.
Greek (Liddell-Scott)
σινδόνιον: τό, παραπέτασμα, ἔνδυμα κτλ., πεποιημένον ἐκ σινδόνος ἤτοι λεπτοῦ ὑφάσματος, Δίων Κ. 79. 13, Πολυδ. Ζ΄, 73· ὡσαύτως σινδονίσκη, ἡ, Πλούτ. 2. 340D.
Spanish
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
βλ. σεντόνι.