περιαρτάω: Difference between revisions
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
m (Text replacement - ", [[to be " to ", to [[be ") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιαρτάω''': ἀναρτῶ ὁλόγυρα ἢ ἐπί τινος, ἐρινὰ ... ἃ περιαρτῶσι (νῦν προσαρτῶσι) ταῖς συκαῖς | |lstext='''περιαρτάω''': ἀναρτῶ ὁλόγυρα ἢ ἐπί τινος, ἐρινὰ ... ἃ περιαρτῶσι (νῦν προσαρτῶσι) ταῖς συκαῖς Πολυδ. Α΄, 242. - Παθ. ἐπὶ προσώπ., πήραν περιηρτημένος, ἔχων κρεμαμένην, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 105· ἀλλ’ ἐπὶ πραγμάτων κρέμαμαι ὁλόγυρα, τῷ τραχήλῳ Πλουτ. Περικλ. 38. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 20:55, 7 July 2020
English (LSJ)
A hang round or on, ἐρινὰ [ταῖς συκαῖς] Poll.1.242; χρυσὸν τοῖς δακτύλοις Max.Tyr.36.2:—Pass., of persons, πήραν περιηρτημένος having it hung round one, S.E.M.2.105; τὸ σύμβολον τῆς εὐγενείας -ηρτημένος τῷ ὑποδήματι Philostr.VS2.1.8; of things, to be hung round, τῷ τραχήλῳ Plu.Per.38, cf. Poll.5.101.
German (Pape)
[Seite 569] ringsumher anhängen, Plut. Pericl. 38.
Greek (Liddell-Scott)
περιαρτάω: ἀναρτῶ ὁλόγυρα ἢ ἐπί τινος, ἐρινὰ ... ἃ περιαρτῶσι (νῦν προσαρτῶσι) ταῖς συκαῖς Πολυδ. Α΄, 242. - Παθ. ἐπὶ προσώπ., πήραν περιηρτημένος, ἔχων κρεμαμένην, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 105· ἀλλ’ ἐπὶ πραγμάτων κρέμαμαι ὁλόγυρα, τῷ τραχήλῳ Πλουτ. Περικλ. 38.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
suspendre autour.
Étymologie: περί, ἀρτάω.
Greek Monotonic
περιαρτάω: μέλ. -ήσω, αναρτώ ολόγυρα ή πάνω σε κάτι — Παθ., είμαι κρεμασμένος ολόγυρα ή πάνω σε, με δοτ., είμαι αναρτημένος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
περιαρτάω: привешивать кругом, обвешивать (τι τῷ τραχήλῳ Plut.).
Middle Liddell
fut. ήσω
to hang round or on:—Pass. to be hung round, c. dat., Plut.