στεγαστήρ: Difference between revisions
From LSJ
αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι → automatically do the noble go to the feasts of the noble
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στεγαστήρ''': -ῆρος, ὁ, ὁ καλύπτων ἢ στεγάζων, [[κέραμος]], «κεραμίδι», «τὸ θριωτὸν [[ἕψημα]]» Ἡσύχ., ἐν λ. σωλῆνες· [[κέραμος]] στ. | |lstext='''στεγαστήρ''': -ῆρος, ὁ, ὁ καλύπτων ἢ στεγάζων, [[κέραμος]], «κεραμίδι», «τὸ θριωτὸν [[ἕψημα]]» Ἡσύχ., ἐν λ. σωλῆνες· [[κέραμος]] στ. Πολυδ. Ζ΄, 124, Ι΄, 182· ὁ στ. [[ὄροφος]] Ι΄, 172. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:00, 7 July 2020
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A coverer: hence, tile, Hsch. s.v. σωλῆνες; κέραμος σ. Poll.7.124, 10.182; ὁ σ. ὄροφος ib.172. II = τὸ θριωτὸν (θρίωπον cod.) ἕψημα, Hsch.
German (Pape)
[Seite 932] ῆρος, ὁ, Dachziegel, Hesych. Erkl. von σωλήν.
Greek (Liddell-Scott)
στεγαστήρ: -ῆρος, ὁ, ὁ καλύπτων ἢ στεγάζων, κέραμος, «κεραμίδι», «τὸ θριωτὸν ἕψημα» Ἡσύχ., ἐν λ. σωλῆνες· κέραμος στ. Πολυδ. Ζ΄, 124, Ι΄, 182· ὁ στ. ὄροφος Ι΄, 172.