τερετισμός: Difference between revisions
From LSJ
Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τερετισμός''': ὁ, = τῷ προηγ., Ἀριστ. Προβλ. 19. 10, | |lstext='''τερετισμός''': ὁ, = τῷ προηγ., Ἀριστ. Προβλ. 19. 10, Πολυδ. Δ΄, 83. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΑ [[τερετίζω]]<br />[[κελάηδημα]], [[τερέτισμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για πλαγίαυλο) γοργή [[εναλλαγή]] δύο συνεχών φθόγγων, [[τρίλια]]. | |mltxt=ο, ΝΑ [[τερετίζω]]<br />[[κελάηδημα]], [[τερέτισμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για πλαγίαυλο) γοργή [[εναλλαγή]] δύο συνεχών φθόγγων, [[τρίλια]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:05, 7 July 2020
English (LSJ)
ὁ, = foreg., of flutes,
A trilling, Poll.4.83, cf. Anon.Bellerm.p.26.
German (Pape)
[Seite 1093] ὁ, das Zwitschern, Zirpen; zunächst von der Stimme der Schwalben u. der Cicaden (s. τερετίζω) dann auch vom Tone der Cithersaiten, auch vom Menschen, bes. Trillern, Präludiren, Music., Arist. probl. 19, 10.
Greek (Liddell-Scott)
τερετισμός: ὁ, = τῷ προηγ., Ἀριστ. Προβλ. 19. 10, Πολυδ. Δ΄, 83.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ τερετίζω
κελάηδημα, τερέτισμα
αρχ.
(για πλαγίαυλο) γοργή εναλλαγή δύο συνεχών φθόγγων, τρίλια.