φιλιόω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλιόω''': μεταγεν. [[τύπος]] ἀντὶ [[φιλόω]], [[κάμνω]] τινὰ φίλον, δυνάμεις ἔχει φιλιούσας Τζέτζ. ἐν Ὁμ. Ἀλληγ., περὶ τοῦ Ἑρμοῦ. ― Παθητ., [[γίνομαι]] φίλος μετά τινος, φιλιώνομαι, «ἀετὸς καὶ [[ἀλώπηξ]] φιλιωθέντες» Αἰσώπ. Μῦθ. 1 τοῖς... προφήταις φιλιωθήσομαι Κλήμ. Ρώμ. Ὁμιλ. 1, 3, Εὐστ., κλπ.· ἀποδοκιμάζεται ὡς ἰδιωτικὸν ὑπὸ [[Πολυδ]]. Α΄, 154.
|lstext='''φῐλιόω''': μεταγεν. [[τύπος]] ἀντὶ [[φιλόω]], [[κάμνω]] τινὰ φίλον, δυνάμεις ἔχει φιλιούσας Τζέτζ. ἐν Ὁμ. Ἀλληγ., περὶ τοῦ Ἑρμοῦ. ― Παθητ., [[γίνομαι]] φίλος μετά τινος, φιλιώνομαι, «ἀετὸς καὶ [[ἀλώπηξ]] φιλιωθέντες» Αἰσώπ. Μῦθ. 1 τοῖς... προφήταις φιλιωθήσομαι Κλήμ. Ρώμ. Ὁμιλ. 1, 3, Εὐστ., κλπ.· ἀποδοκιμάζεται ὡς ἰδιωτικὸν ὑπὸ Πολυδ. Α΄, 154.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />lier amitié ; <i>Pass.</i> devenir ami.<br />'''Étymologie:''' [[φίλιος]].
|btext=-ῶ :<br />lier amitié ; <i>Pass.</i> devenir ami.<br />'''Étymologie:''' [[φίλιος]].
}}
}}

Revision as of 21:05, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλιόω Medium diacritics: φιλιόω Low diacritics: φιλιόω Capitals: ΦΙΛΙΟΩ
Transliteration A: philióō Transliteration B: philioō Transliteration C: filioo Beta Code: filio/w

English (LSJ)

   A make a friend of, ἐχθρούς Cyran.22:—Pass., become friends, Aesop.298, Sch.A.Th.767; censured by Poll.1.154: metaph., φιλιοῦται ψυχῇ σῶμα Alex.Aphr.Pr.2.67.

German (Pape)

[Seite 1278] spätere Form statt φιλόω, zum Freunde machen, pass. Freund werden, Aesop. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλιόω: μεταγεν. τύπος ἀντὶ φιλόω, κάμνω τινὰ φίλον, δυνάμεις ἔχει φιλιούσας Τζέτζ. ἐν Ὁμ. Ἀλληγ., περὶ τοῦ Ἑρμοῦ. ― Παθητ., γίνομαι φίλος μετά τινος, φιλιώνομαι, «ἀετὸς καὶ ἀλώπηξ φιλιωθέντες» Αἰσώπ. Μῦθ. 1 τοῖς... προφήταις φιλιωθήσομαι Κλήμ. Ρώμ. Ὁμιλ. 1, 3, Εὐστ., κλπ.· ἀποδοκιμάζεται ὡς ἰδιωτικὸν ὑπὸ Πολυδ. Α΄, 154.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
lier amitié ; Pass. devenir ami.
Étymologie: φίλιος.