Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χελώνιον: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub

Menander, Monostichoi, 212
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+'s [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χελώνιον''': τό, [[ὄστρακον]] χελώνης, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 9, 2, π. Ἀναπν. 17, 4 (διάφ. γραφ. χελωνιδίων), Αἰλ. π. Ζ. 7. 16. 2) = χέλιον, Πλούτ. 2. 400Α, πρβλ. Σουΐδ. ἐν λ. [[Τενέδιος]]. ΙΙ. τὸ κυρτὸν [[μέρος]] τῆς ῥάχεως, [[Πολυδ]]. Β΄, 177· πρβλ. [[χέλυς]] ΙΙ - ἀλλὰ παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Δευτ. ΛΔ΄, 7) χελώνια φαίνεται ὅτι λέγονται οἱ μυῶνες τῶν νώντων ἢ ἡ ἰσχὺς αὐτῶν. ΙΙΙ. [[μέρος]] κλείθρου, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Φ. 47. Βιτρούβ.
|lstext='''χελώνιον''': τό, [[ὄστρακον]] χελώνης, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 9, 2, π. Ἀναπν. 17, 4 (διάφ. γραφ. χελωνιδίων), Αἰλ. π. Ζ. 7. 16. 2) = χέλιον, Πλούτ. 2. 400Α, πρβλ. Σουΐδ. ἐν λ. [[Τενέδιος]]. ΙΙ. τὸ κυρτὸν [[μέρος]] τῆς ῥάχεως, Πολυδ. Β΄, 177· πρβλ. [[χέλυς]] ΙΙ - ἀλλὰ παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Δευτ. ΛΔ΄, 7) χελώνια φαίνεται ὅτι λέγονται οἱ μυῶνες τῶν νώντων ἢ ἡ ἰσχὺς αὐτῶν. ΙΙΙ. [[μέρος]] κλείθρου, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Φ. 47. Βιτρούβ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 21:09, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χελώνιον Medium diacritics: χελώνιον Low diacritics: χελώνιον Capitals: ΧΕΛΩΝΙΟΝ
Transliteration A: chelṓnion Transliteration B: chelōnion Transliteration C: chelonion Beta Code: xelw/nion

English (LSJ)

τό,

   A tortoise-shell, Arist. PA671a32, Resp.479a6 (v.l. χελωνιδίων), Ael.NA7.16.    2 crab's shell, Plu.2.400a, Suid.s.v. Τενέδιος.    II arched part of the back, Poll.2.177: pl., muscles of the back, prob. for χελύνια in LXX De.34.7.    III part of a lock, IG11(2).287A46 (Delos, iii B. C.), Inscr.Délos 316.72 (iii B. C.), PTeb.46.17 (ii B. C.), BGU1028.20,26 (ii A. D.), POxy.113.4 (ii A. D.), Theognost.Can.124, Sch.Od.21.47.    2 arch or bow for releasing the string of the stomach-bow, Hero Bel.77.11.    3 knob against which the butt-ends of the arms of a torsion-engine rest, ib.93.7.    4 prob. part of an irrigation machine, PLond.3.1177.179 (ii A. D.); part of a crane in which the axle turns, Vitr.10.2.2, al.

German (Pape)

[Seite 1349] τό, s. unter χελώνειον.

Greek (Liddell-Scott)

χελώνιον: τό, ὄστρακον χελώνης, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 9, 2, π. Ἀναπν. 17, 4 (διάφ. γραφ. χελωνιδίων), Αἰλ. π. Ζ. 7. 16. 2) = χέλιον, Πλούτ. 2. 400Α, πρβλ. Σουΐδ. ἐν λ. Τενέδιος. ΙΙ. τὸ κυρτὸν μέρος τῆς ῥάχεως, Πολυδ. Β΄, 177· πρβλ. χέλυς ΙΙ - ἀλλὰ παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Δευτ. ΛΔ΄, 7) χελώνια φαίνεται ὅτι λέγονται οἱ μυῶνες τῶν νώντων ἢ ἡ ἰσχὺς αὐτῶν. ΙΙΙ. μέρος κλείθρου, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Φ. 47. Βιτρούβ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
I. écaille ou carapace de tortue;
II. p. anal. :
1 dos écailleux du crabe;
2 monnaie de Ténédos avec une empreinte de tortue.
Étymologie: χελώνη.

Russian (Dvoretsky)

χελώνιον: τό
1) щиток черепахи Arst.;
2) скорлупа (τῶν καρκίνων Plut.).