φιλόχωρος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῐλόχωρος''': -ον, ([[χώρα]]) ὁ [[σφόδρα]] ἀγαπῶν τόπον τινά, Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σ. 553C, πρβλ | |lstext='''φῐλόχωρος''': -ον, ([[χώρα]]) ὁ [[σφόδρα]] ἀγαπῶν τόπον τινά, Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σ. 553C, πρβλ Πολυδ. Ϛ΄, 167. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 21:10, 7 July 2020
English (LSJ)
ον,
A fond of a place, Poll.6.167.
German (Pape)
[Seite 1288] einen Ort liebend, sich gern an einem Orte aufhaltend, verweilend, Greg. Naz. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόχωρος: -ον, (χώρα) ὁ σφόδρα ἀγαπῶν τόπον τινά, Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σ. 553C, πρβλ Πολυδ. Ϛ΄, 167.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui séjourne volontiers ou habituellement dans un lieu.
Étymologie: φίλος, χώρα.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που αγαπά έναν τόπο, που του αρέσει να μένει σε έναν τόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -χωρος (< χώρα), πρβλ. στενό-χωρος].
Greek Monotonic
φῐλόχωρος: -ον (χώρα), αυτός που αγαπά έναν τόπο.