χαλκισμός: Difference between revisions
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χαλκισμός''': ὁ, [[παιδιά]] τις ἣν περιγράφει ὁ Πολυδεύκης ὡς ἑξῆς: «ὁ μὲν [[χαλκισμός]], ὀρθὸν [[νόμισμα]] ἔδει συντόνως περιστρέψαντας ἐπιστρεφόμενον ἐπιστῆσαι τῷ δακτύλῳ» | |lstext='''χαλκισμός''': ὁ, [[παιδιά]] τις ἣν περιγράφει ὁ Πολυδεύκης ὡς ἑξῆς: «ὁ μὲν [[χαλκισμός]], ὀρθὸν [[νόμισμα]] ἔδει συντόνως περιστρέψαντας ἐπιστρεφόμενον ἐπιστῆσαι τῷ δακτύλῳ» Πολυδ. Θ΄, 118· «ἦν ὁ χαλκισμὸς ὀρθοῦ νομίσματος... [[σύντονος]] [[περιδίνησις]], μεθ’ ἣν ἔδει τὸν παίζοντα ἐπέχειν ὀρθῷ τῷ δακτύλῳ τὸ [[νόμισμα]]... πρὶν ἢ καταπεσεῖν· καὶ τοῦτο ἀνύσας ἐκράτει τὸν χαλκισμὸν καὶ ἦν [[νικητής]]» Εὐστ. 986. 41., 1409. 18· πρβλ. [[χαλκίζω]] ΙΙ, [[χαλκίνδα]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α [[χαλκίζω]]<br />[[είδος]] παιχνιδιού, η [[χαλκίνδα]] («ἦν ὁ χαλκισμὸς ὀρθοῡ νομίσματος στροφὴ καὶ [[σύντονος]] [[περιδίνησις]], μεθ' ἧν ἔδει τὸν παίζοντα ἐπέχειν ὀρθῷ τῷ δακτύλῳ τὸ [[νόμισμα]] εἰς ὅσον [[τάχος]] πρὶν ἢ καταπέσειν<br />καὶ ὁ τοῡτο ἀνύσας ἐκράτει τὸν χαλκισμὸν καὶ ἦν [[νικητής]]», <b>Ευστ.</b>). | |mltxt=ὁ, Α [[χαλκίζω]]<br />[[είδος]] παιχνιδιού, η [[χαλκίνδα]] («ἦν ὁ χαλκισμὸς ὀρθοῡ νομίσματος στροφὴ καὶ [[σύντονος]] [[περιδίνησις]], μεθ' ἧν ἔδει τὸν παίζοντα ἐπέχειν ὀρθῷ τῷ δακτύλῳ τὸ [[νόμισμα]] εἰς ὅσον [[τάχος]] πρὶν ἢ καταπέσειν<br />καὶ ὁ τοῡτο ἀνύσας ἐκράτει τὸν χαλκισμὸν καὶ ἦν [[νικητής]]», <b>Ευστ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 21:10, 7 July 2020
English (LSJ)
ὁ,
A game played by spinning a copper coin, which was stopped by the finger before it fell, Poll.9.118, Eust.986.41, 1409.18.
German (Pape)
[Seite 1330] ὁ, ein Spiel mit einer Kupfermünze, die man drehte und vor dem Niederfallen mit ausgestrecktem Finger anhielt; vgl. χαλκίνδα; Poll. 7, 206. 9, 118 u. Eustath.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκισμός: ὁ, παιδιά τις ἣν περιγράφει ὁ Πολυδεύκης ὡς ἑξῆς: «ὁ μὲν χαλκισμός, ὀρθὸν νόμισμα ἔδει συντόνως περιστρέψαντας ἐπιστρεφόμενον ἐπιστῆσαι τῷ δακτύλῳ» Πολυδ. Θ΄, 118· «ἦν ὁ χαλκισμὸς ὀρθοῦ νομίσματος... σύντονος περιδίνησις, μεθ’ ἣν ἔδει τὸν παίζοντα ἐπέχειν ὀρθῷ τῷ δακτύλῳ τὸ νόμισμα... πρὶν ἢ καταπεσεῖν· καὶ τοῦτο ἀνύσας ἐκράτει τὸν χαλκισμὸν καὶ ἦν νικητής» Εὐστ. 986. 41., 1409. 18· πρβλ. χαλκίζω ΙΙ, χαλκίνδα.
Greek Monolingual
ὁ, Α χαλκίζω
είδος παιχνιδιού, η χαλκίνδα («ἦν ὁ χαλκισμὸς ὀρθοῡ νομίσματος στροφὴ καὶ σύντονος περιδίνησις, μεθ' ἧν ἔδει τὸν παίζοντα ἐπέχειν ὀρθῷ τῷ δακτύλῳ τὸ νόμισμα εἰς ὅσον τάχος πρὶν ἢ καταπέσειν
καὶ ὁ τοῡτο ἀνύσας ἐκράτει τὸν χαλκισμὸν καὶ ἦν νικητής», Ευστ.).