σύλλεξις: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σύλλεξις''': -εως, ἡ, [[συνεισφορά]], [[ἔρανος]], Ἀντιφάνης ἐν «Τυρρηνῷ» 1, πρβλ. | |lstext='''σύλλεξις''': -εως, ἡ, [[συνεισφορά]], [[ἔρανος]], Ἀντιφάνης ἐν «Τυρρηνῷ» 1, πρβλ. Πολυδ. Ϛ΄, 179. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 21:20, 7 July 2020
English (LSJ)
εως, ἡ,
A contribution, Antiph.210, cf. Poll.6.179.
German (Pape)
[Seite 975] ἡ, das Zusammenlesen, -bringen, Versammeln, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σύλλεξις: -εως, ἡ, συνεισφορά, ἔρανος, Ἀντιφάνης ἐν «Τυρρηνῷ» 1, πρβλ. Πολυδ. Ϛ΄, 179.
Greek Monolingual
-έξεως, ἡ, Α συλλέγω
1. συλλογή, συγκέντρωση
2. έρανος, συνεισφορά.
Greek Monolingual
-έξεως, ἡ, Α συλλέγω
1. συλλογή, συγκέντρωση
2. έρανος, συνεισφορά.